Η Ένωση Πληροφορικών Ελλάδος έβγαλε ένα δελτίο τύπου σχετικά με το “νομοθέτημα για την Ανώτατη Παιδεία”. Ουφ, δεν τολμούν να το πουν καν με το όνομά του: τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Τζιζ! Τεσπά, το δελτίο τύπου έχει 17 ερωτήματα που η Ένωση θέτει με σκοπό την “αποσαφήνιση των πολλαπλών ασαφειών και προβλημάτων που σχετίζονται με ένα τέτοιο νομοθέτημα” και, δυστυχώς, έχει πολλά λάθη. Έχει και καναδυό σωστές παρατηρήσεις. Θα τα εξετάσω ένα προς ένα, παραθέτοντάς και εκθέτοντας τις αντιρρήσεις μου:
Ερώτημα 1: Είναι συμβατό το νέο νομοθέτημα με το ελληνικό Σύνταγμα;
Απάντηση: Όχι. Το άρθρο 16 ορίζει σαφέστατα ότι (παρ.5) “H ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση” και επιπλέον (παρ.6) “Oι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι δημόσιοι λειτουργοί.” και επιπλέον (παρ.7) “H σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται.” Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνουν τόσο η ΠΟΣΔΕΠ με ανακοίνωσή της (18-1-2024), όσο και ο Σύλλογος Διοικητικού Προσωπικού του Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ) (10-1-2024), όπου καλούν την κυβέρνηση να μην καταθέσει το συγκεκριμένο υπό μελέτη σ/ν που θα παραβιάζει κατάφωρα το άρθρο 16 του Συντάγματος.
Να ρίξω μια ιδέα: ας απαντήσουν οι συνταγματολόγοι, οι οποίοι ερίζουν σχετικά με το θέμα. Δέχομαι ότι θα έπρεπε να έχει υπάρξει σχετική και ξεκάθαρη αναθεώρηση του Συντάγματος πρώτα. Το χρειάζεται σε πολλά σημεία.
Ερώτημα 2: Ποιο ακριβώς πρόβλημα επιλύει το νέο σ/ν στην Ανώτατη Παιδεία;
Απάντηση: Δεν υπάρχει μέχρι τώρα καμία σαφής διατύπωση του προβλήματος που το νέο νομοθέτημα προσπαθεί να επιλύσει. Υπάρχουν όντως πολλά προβλήματα στη Γ-βάθμια Εκπαίδευση και στην πρόσβαση σε αυτή, όμως δεν ορίζεται σαφέστατα κάποιο τέτοιο ως στόχος προς αντιμετώπιση.
Να βοηθήσω: το πρόβλημα είναι η αποκλειστικότητα, το μονοπώλιο, στην παροχή ανώτατης παιδείας από το κράτος που αντίκειται στους όρους της ελεύθερης αγοράς.
Ερώτημα 3: Από το νέο σ/ν προκύπτουν κάποια οφέλη για το δημόσιο σύστημα των ΑΕΙ;
Απάντηση: Όχι. Εξήγηση:
Σε επίπεδο ακαδημαϊκής αριστείας, σύμφωνα με τους διεθνείς δείκτες αξιολόγησης τα μεγάλα δημόσια ΑΕΙ βρίσκονται σταθερά στο κορυφαίο 3% παγκοσμίως στην κατάταξη των καλύτερων 12.000 ιδρυμάτων διεθνώς, ενώ αντίθετα όλα τα υφιστάμενα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια απονομής ξένων τίτλων σπουδών ανάλογου επιπέδου (π.χ. Bachelor – BSc) στην Ελλάδα βρίσκονται σταθερά στις θέσεις από 8.000 και κάτω (βλ. παρακάτω Πίνακες 3-4). Είναι χαρακτηριστικό ότι από τους 36 τέτοιους αδειοδοτημένους από το Υπουργείο Παιδείας ιδιωτικούς φορείς, μόλις 8 έχουν καταφέρει να συμπεριληφθούν έστω μία φορά στη διεθνή λίστα των καλύτερων 12.000 ιδρυμάτων στην περίοδο 2013-2023.
Σε επίπεδο κοινωνικής συνοχής, η πρόσβαση σε ιδιωτικά ανώτατα ιδρύματα χωρίς εξετάσεις και με υψηλά δίδακτρα προφανώς προτάσσει ως κύριο και μοναδικό προσόν την οικονομική δυνατότητα της οικογένειας του εκάστοτε φοιτητή, αντί της ικανότητας και της αξιολόγησής του με αμιγώς εκπαιδευτικά κριτήρια. Αυτό δεν μπορεί να αμφισβητηθεί και δεν σχετίζεται με τον χαρακτηρισμό των ιδρυμάτων αυτών ως “μη κερδοσκοπικά”, καθώς ο τελικός λογιστικός ισολογισμός των καθαρών κερδών τους δεν σχετίζεται με την καταβολή ή όχι των διδάκτρων.
Σε επίπεδο Οικονομίας και ανάπτυξης, εφόσον υπάρχουν δίδακτρα τα οποία επιβαρύνουν την οικογένεια του φοιτητή και καταβάλλονται σε ιδιωτικό φορέα του εξωτερικού, αυτό σημαίνει αυτομάτως διαρροή εθνικών πόρων σε επίπεδο ρευστότητας και ΑΕΠ. Η απασχόληση εγχώριου διδακτικού προσωπικού δεν αφορά παρά μερικές δεκάδες ή εκατοντάδες το πολύ καθηγητές (στην υπερ-αισιόδοξη πρόβλεψη), άρα με μηδαμινό οικονομικό αντίκτυπο, ενώ ο χαρακτηρισμός τους ως “μη κερδοσκοπικά” αυτομάτως σχεδόν εκμηδενίζει τα όποια φορολογικά έσοδα από τη δραστηριότητά τους στην Ελλάδα.
Όλο λάθος. Γιατί πρέπει να προκύπτουν οφέλη για το δημόσιο σύστημα; Αφού είναι αυτοδιοίκητο γιατί να μην επιθυμεί τον ανταγωνισμό; Που εν πάση περιπτώσει καλό θα του κάνει. Αλλά οι συντάκτες του δελτίου τύπου το συνειδητοποιούν αυτό στο επόμενο ερώτημα.
Ερώτημα 4: Θα υπάρξει ανταγωνισμός με τα ΑΕΙ και άρα βελτίωση της ποιότητας των πρώτων;
Απάντηση: Το αν θα υπάρξει ανταγωνισμός ή όχι εξαρτάται από το επίπεδο ακαδημαϊκής αριστείας των οργανισμών που θα θελήσουν να ιδρύσουν τέτοιους φορείς στην Ελλάδα. Από την παρούσα κατάσταση με τα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια απονομής ξένων τίτλων σπουδών ανάλογου επιπέδου, όπως αναλύθηκε παραπάνω, δεν προκύπτει καμιά τέτοια πιθανότητα. Επιπλέον, η βελτίωση της ποιότητας σπουδών στα ΑΕΙ εκ των πραγμάτων, και βάσει των επιδόσεων τους διεθνώς, δεν πάσχει από το πρόγραμμα σπουδών ή από την επάρκεια του διδακτικού προσωπικού (ΔΕΠ), αλλά από την καταστροφική συρρίκνωση της χρηματοδότησής τους εδώ και πολλά χρόνια, με χειρότερη την τελευταία δεκαετία (βλ. παρακάτω Πίνακες 1, 2).
Το αν θα υπάρξει βελτίωση της ποιότητας των πρώτων είναι δική τους δουλειά, δεν είναι κάτι που νομοθετείται. Αυτό που νομοθετείται είναι οι όροι του παιχνιδιού. Θα μου πεις πώς να παίξουν τα δημόσια πανεπιστήμια επί ίσοις όροις όταν τα χέρια τους είναι δεμένα από το κράτος και ό,τι χρειάζονται το απαιτούν από αυτό. Ε, αυτό είναι το πρόβλημα: το πιο πολύ κράτος. Ας το μειώσουμε, όχι να ζητάμε να διατηρηθεί ή να αυξηθεί. Αλλά παρακάτω οι συντάκτες του δελτίου τύπου σπαταλούν και τρίτο ερώτημα σχετικά με τον ανταγωνισμό. Προφανώς το θέμα τους τρώει. Και καλά κάνει γιατί ο ανταγωνισμός είναι καλό πράμα.
Ερώτημα 5: Σε περίπτωση που παρόλα αυτά υπάρξει τέτοιος ανταγωνισμός με τα ιδιωτικά ιδρύματα, θωρακίζονται τα ΑΕΙ έναντι αυτού;
Απάντηση: Όχι. Αντίθετα, αντί να ενισχύονται σε επίπεδο υλικοτεχνικής υποδομής, επάρκειας διδακτικού προσωπικού και δυνατότητας φιλοξενίας νέων φοιτητών, η υπο-χρηματοδότησή τους εξακολουθεί να βρίσκεται στο 1/3 αυτής που υπήρχε πριν μόλις μια δεκαετία. Αντιθέτως, τα ΑΕΙ θα χάσουν μέρος της αυτοχρηματοδότησής τους που προέρχεται από τα δίδακτρα των μεταπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών. Έτσι τα κρατικά ΑΕΙ θα μειώσουν ακόμη περισσότερο τον ήδη μειωμένο προϋπολογισμό τους.
Τι πάει να πει θωρακίζονται; Να προστατεύονται δηλαδή με τρόπο ώστε να μη λειτουργούν ανταγωνιστικά. Άρα θέλουμε ή δε θέλουμε ανταγωνισμό; Μάλλον δε θέλουμε. Πάντως αν τον έχουμε και αποσυμφορηθούν λίγο και τα δημόσια πανεπιστήμια καλό θα τους κάνει. Συνεχίζουμε παρακάτω ξανά με τον ανταγωνισμό (τέταρτη ερώτηση, έτσι για να μοιάζουν πολλές).
Ερώτηση 6: Πρακτικά, από που προκύπτει ότι τα ΑΕΙ υποβαθμίζονται συστηματικά έναντι αυτού του πιθανού “ανταγωνισμού” απέναντι σε ιδιωτικά ιδρύματα; Δεν προσφέρονται τα απαραίτητα μέσα και προϋποθέσεις όπως σε όλη την υπόλοιπη ΕΕ για να το καταφέρουν;
Απάντηση: Όχι. Ενδεικτικά, στα ευρωπαϊκά Πανεπιστήμια ο μέσος όρος των χρημάτων που προσφέρονται/επενδύονται ανά φοιτητή είναι 11.500€ και σε κάθε μέλος ΔΕΠ αντιστοιχούν 13 φοιτητές. Στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσό είναι 2.300€ και σε κάθε μέλος ΔΕΠ αντιστοιχούν πάνω από 44 φοιτητές (βλ. παρακάτω Εικόνα 3). Ανάλογη κατάσταση υπάρχει σε κάθε πτυχή της λειτουργίας των ΑΕΙ σε επίπεδο παροχών, υλικοτεχνικής υποδομής, βιβλιοθηκών, κτλ. Μέχρι το 2009 η συνολική χρηματοδότηση των ΑΕΙ ήταν περίπου 380 εκατομμύρια ευρώ. Σήμερα είναι μόλις 117 εκατομμύρια ευρώ, δηλαδή μειωμένη κατά 3,24 φορές μέσα σε 15 χρόνια. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2020 το ύψος της χρηματοδότηση ήταν 93,43 εκατομμύρια ευρώ.
Καλή η παράθεση δεδομένων αλλά δε λέει τίποτα για το προκείμενο και τεσπά, αν το θέμα είναι η χρηματοδότηση των δημόσιων πανεπιστήμιων, ε, ας το ζητήσουμε. Το ένα θέμα δεν έχει σχέση με το άλλο.
Ερώτηση 7: Πως μπορεί να ανατραπεί αυτή η άκρως αρνητική κατάσταση για τα ΑΕΙ και όντως να θωρακιστούν απέναντι σε οποιαδήποτε τέτοια εξέλιξη, ως θεμελιώδη συνταγματική υποχρέωση της Πολιτείας για την παροχή δωρεάν πρόσβασης στην Παιδεία;
Απάντηση: Προφανώς χρειάζεται μια συνολική σχεδίαση και αντιμετώπιση της σημερινής κατάστασης. Αυτό πρέπει να περιλαμβάνει κατά ελάχιστο:
Επαναφορά της χρηματοδότησης των ΑΕΙ άμεσα στα επίπεδα του 2009.
Αύξηση του συνολικού ποσοστού του ΑΕΠ που αφορά στην Παιδεία, έτσι ώστε να ενισχυθούν όλα τα στάδια προετοιμασίας των υποψηφίων φοιτητών.
Αναμόρφωση του τρόπου αξιολόγησης των υποψηφίων και της εισαγωγής τους στα ΑΕΙ με κατά τεκμήριο ουσιαστικό τρόπο, αντί την “αποστήθιση” απαντήσεων και μεθοδολογιών φροντιστηριακού τύπου, όπως ισχύει σήμερα.
Ενίσχυση της υλικοτεχνικής υποδομής των ΑΕΙ για τη σωστή υποδοχή του σημερινού και ακόμα μεγαλύτερου αριθμού εισακτέων.
Αντίστοιχα, αύξηση του ανθρώπινου δυναμικού και ειδικότερα των ΔΕΠ, με απορρόφηση νέων διδακτόρων που σήμερα φεύγουν για αντίστοιχη εργασία στο εξωτερικό (brain drain).
Αύξηση των φοιτητικών παροχών με σκοπό την άμεση ενίσχυση των οικογενειών τους, συμπεριλαμβανομένων των φοιτητικών εστιών, της δωρεάν σίτισης και μετακινήσεων, επιπλέον συγγραμμάτων και προσωπικού εξοπλισμού Η/Υ, κτλ.
Εύλογο το ερώτημα αλλά δε βλέπω πως σχετίζεται με τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Δεκτές και οι ενστάσεις και οι ανησυχίες αλλά, όπως και με το προηγούμενο ερώτημα, το ένα θέμα δε σχετίζεται με το άλλο. Αν τα δημόσια πανεπιστήμια κακοδιοικούνται ή αν υποχρηματοδοτούνται, γιατί αυτό έχει σχέση με την ίδρυση ή μη ιδιωτικών πανεπιστημίων; Μόνο αν φοβάσαι τον ανταγωνισμό το φοβάσαι αυτό.
Ερώτημα 8: Με το νέο σ/ν και την ίδρυση ιδιωτικών ιδρυμάτων στην Ελλάδα θα ανασχεθεί η φυγή νέων φοιτητών στο εξωτερικό για σπουδές ή/και αντίστοιχα η προσέλκυση ξένων φοιτητών στην Ελλάδα;
Απάντηση: Για να ανασχεθεί η φυγή νέων φοιτητών στο εξωτερικό θα πρέπει να υπάρξουν δυο προϋποθέσεις: (α) Τα ιδιωτικά ιδρύματα που θα λειτουργήσουν στην Ελλάδα να προσφέρουν ακριβώς το ίδιο επίπεδο σπουδών με το αντίστοιχο του εξωτερικού σε κάθε επίπεδο, δηλαδή υποδομές, παροχές, διδακτικό προσωπικό, κτλ, και (β) το κόστος διδάκτρων στην Ελλάδα να είναι μικρότερο ή το πολύ συγκρίσιμο με αυτό του κόστους διαμονής και σπουδών αντίστοιχα στο εξωτερικό. Η προϋπόθεση (α) σημαίνει ότι κάθε τέτοιο ιδιωτικό ίδρυμα θα πρέπει να δημιουργήσει αντίστοιχες ακαδημαϊκές υποδομές (campuses) και μάλιστα όχι μόνο στα ένα ή δύο μεγαλύτερα αστικά κέντρα της Ελλάδας, αλλιώς η δημογραφική επίδραση ως ποσοστό ωφελούμενων φοιτητών θα είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Η προϋπόθεση (β) αυτομάτως υπονοεί ότι αυτό θα υλοποιηθεί με δίδακτρα αρκετά μειωμένα σε σχέση με τη διεθνή πρακτική του ίδιου ξένου φορέα, ακριβώς γιατί πρέπει να δημιουργηθεί κίνητρο παραμονής στη χώρα και σπουδών στο νέο αυτό εγχώριο παράρτημα. Αν έστω και ένα από τα (α) και (β) δεν ικανοποιούνται, τότε δεν δημιουργείται καμιά απολύτως προϋπόθεση-κίνητρο επένδυσης του ξένου φορέα προς τη δημιουργία παραρτήματος στην Ελλάδα με το απαραίτητο ακαδημαϊκό επίπεδο και οικονομική βιωσιμότητα. Κρίνοντας από την πρακτική των μεγάλων ξένων Πανεπιστημίων διεθνώς, καθώς και τη μη ύπαρξη παρατημάτων τους σε πολύ μεγαλύτερες “αγορές” και Οικονομίες στην Ευρώπη, κάτι τέτοιο φαίνεται ακόμα πιο αδύνατο να συμβεί εντός της ελληνικής πραγματικότητας.
α) Το να προσφέρουν το ίδιο επίπεδο σπουδών με τα δημόσια πανεπιστήμια ποιος το κανονίζει; Εδώ λέτε ότι τα δημόσια δεν προσφέρουν καλό επίπεδο. Η αγορά θα το κανονίσει και αν δεν προσφέρουν καλό επίπεδο θα την πατήσουν. Τι θέλετε δηλαδή εδώ τώρα; Να εξασφαλίσετε ντε και καλά και την ποιότητα των ιδιωτικών πανεπιστημίων;
β) Θα το κανονίσει η αγορά το κόστος. Αν είναι πιο ακριβά από το να πάει κάποιος να ζήσει και να σπουδάσει έξω δε θα τα προτιμήσει.
Ερώτημα 9: Με το νέο σ/ν και την ίδρυση ιδιωτικών ιδρυμάτων στην Ελλάδα θα ενισχυθεί η προσέλκυση ξένων φοιτητών στην Ελλάδα;
Απάντηση: Όχι. Ισχύει ό,τι και για την ανάσχεση φυγής φοιτητών από την Ελλάδα στο εξωτερικό. Σε σχέση με ξένους φοιτητές, όντως η ελληνική Οικονομία είναι εκ των πραγμάτων αρκετά φθηνότερη σε σχέση με τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, όμως το οικονομικό πλεονέκτημα δεν είναι το μοναδικό κριτήριο και θα πρέπει να αντισταθμιστεί από το γενικότερο επίπεδο διαβίωσης στην Ελλάδα από κάθε άποψη για ένα νέο φοιτητή. Πρακτικά, δεν αρκεί απλά και μόνο οι σπουδές να κοστίζουν λιγότερο στην Ελλάδα σε σχέση με τη Γαλλία ή τη Βρετανία ή τις ΗΠΑ. Θα πρέπει συνολικά το βιωτικό επίπεδο, οι παροχές, το περιβάλλον σπουδών, όλα να είναι αντίστοιχα συγκρίσιμα. Και πάλι, η εμπειρία από την κατάσταση σε άλλες χώρες έχει αποδείξει ότι το οικονομικό κριτήριο είναι μεν ισχυρό κατά περίπτωση, αλλά όχι καθοριστικός παράγοντας σε κλίμακα. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι ακόμα και σε χώρες με πολύ ισχυρές Οικονομίες και βιωτικό επίπεδο στην κεντρική Ευρώπη, το ποσοστό φοιτητών σε ιδιωτικά ιδρύματα εγχώριων ή ξένων φορέων παραμένει σε πολύ μικρά μονοψήφια ποσοστά (1-3%) επί του συνόλου, ενώ την πολύ μεγάλη πλειοψηφία βρίσκεται στα δημόσια ιδρύματα αντίστοιχα των ελληνικών ΑΕΙ. Δηλαδή, ακόμη και όταν υπάρχει πολύ μεγαλύτερη οικονομική δυνατότητα για σπουδές σε πολύ υψηλού επίπεδου ιδρύματα σε άλλη χώρα, αυτό δε συμβαίνει μαζικά ή έστω σε σημαντικό ποσοστό.
Φοβερό εδώ το ότι το ερώτημα απαντάται, όχι όπως το προηγούμενο, δηλαδή θέτοντας κάποιες έστω προϋποθέσεις, αλλά μονολεκτικά: όχι. Είναι βέβαιοι πως όχι! Ε, η απάντηση είναι ίδια με την απάντηση που δώσανε μόνοι τους στο προηγούμενο ερώτημα, δηλαδή αυτό θα γίνει υπό προϋποθέσεις και, θα προσθέσω εγώ, θα τις κρίνει η αγορά τις προϋποθέσεις αυτές.
Ερώτημα 10: Προβλέπεται να εγκατασταθούν στην Ελλάδα ιδιωτικά παραρτήματα ξένων ιδρυμάτων πολύ υψηλού ακαδημαϊκού επιπέδου;
Απάντηση: Και πάλι, δεν προκύπτει από πουθενά κάτι τέτοιο. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, με βάση την πρακτική των μεγάλων ξένων Πανεπιστημίων διεθνώς, καθώς και τη μη ύπαρξη παρατημάτων τους σε πολύ μεγαλύτερες “αγορές” και Οικονομίες στην Ευρώπη, κάτι τέτοιο φαίνεται ακόμα πιο αδύνατο να συμβεί εντός της ελληνικής πραγματικότητας. Αυτό έχει να κάνει τόσο με οικονομικά κριτήρια βιωσιμότητας των παραρτημάτων αυτών, δηλαδή αν υπάρχει επαρκής “αγορά” και οικογένειες ικανού οικονομικού επιπέδου για την καταβολή αντίστοιχων διδάκτρων, αλλά και ακαδημαϊκά, που σχετίζονται με την αδυναμία δημιουργίας αντίστοιχα ισχυρών, κατάλληλα στελεχωμένων και εξοπλισμένων ακαδημαϊκών χώρων (campuses) έστω και σε ένα από τα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας υποδοχής. Κατά συνέπεια, τα περισσότερα μεγάλα ακαδημαϊκά ιδρύματα υπολογίζουν ως απαράδεκτα υψηλό το ρίσκο της οικονομικής αποτυχίας (μη βιωσιμότητας) ή της υποβάθμισης του ακαδημαϊκού επιπέδου (ποιότητας σπουδών), συνεπώς δεν προχωρούν στην ίδρυση τέτοιων παραρτημάτων σε ξένες χώρες υποδοχής. Τέλος, θα πρέπει να επαναλάβουμε ότι ο όποιος “ανταγωνισμός” με τα μεγαλύτερα ΑΕΙ της χώρας σημαίνει αναγκαστικά ότι εξετάζουμε περιπτώσεις ξένων Πανεπιστημίων αντίστοιχου επιπέδου, δηλαδή κατάταξης στα κορυφαία 300 διεθνώς, διαφορετικά δεν υπάρχει καν κίνητρο σε επιχειρηματικό επίπεδο.
Να το προβλέπει δηλαδή αυτό η νομοθεσία; Πώς ακριβώς; Η νομοθεσία θέτει κάποιες προϋποθέσεις, να υπάρχει αντίστοιχο ίδρυμα στο εξωτερικό, να είναι υπαρκτό, με κάμπους και να έχει καθηγητές με 80% διδακτορικά κλπ κλπ κλπ. Πώς θα μπορούσε δηλαδή η ποιότητα να προκύπτει από ένα “νομοθέτημα”. Κρατικίστικη αντίληψη.
Ερώτημα 11: Αν, παρόλα αυτά, ξένα κορυφαία Πανεπιστήμια αποφασίσουν να ιδρύσουν στην Ελλάδα ιδιωτικά παραρτήματα, το ελληνικό Δημόσιο θα έχει τον τρόπο και να μέσα να ελέγχει τη λειτουργία τους σε επίπεδο ποιότητας σπουδών και ακαδημαϊκής αριστείας;
Απάντηση: Όχι. Αν σύμφωνα με το υπό μελέτη σ/ν τα ιδιωτικά αυτά ιδρύματα υπόκεινται κατά βάση στο εμπορικό Δίκαιο, παρά στο πλαίσιο της Ανώτατης Παιδείας λόγω αντισυνταγματικότητας, τότε είναι πρακτικά αδύνατο να επιβληθούν κριτήρια, προϋποθέσεις και αξιολόγηση με βάση αμιγώς το ακαδημαϊκό, εκπαιδευτικό και ερευνητικό πλαίσιο δράσης τους. Το γεγονός αυτό είναι αποδεδειγμένο από το ιστορικό της αλλαγής του πλαισίου λειτουργίας των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων πριν μερικά χρόνια, όπου οι όποιες προϋποθέσεις αφορούσαν κατά τεκμήριο ζητήματα ασφαλείας (π.χ. έκταση κτιριακών εγκαταστάσεων ανάλογα με το πλήθος των φοιτητών) και όχι την ουσία των οδηγών σπουδών και τον τρόπο αξιολόγησης, καθώς αυτά αποτελούν αποκλειστική αρμοδιότητα και υποχρέωση του ιδρύματος στη χώρα βάσης του (π.χ. Βρετανία). Με άλλα λόγια, οποιοσδήποτε ξένο Πανεπιστήμιο εγκατασταθεί ως παράρτημα στην Ελλάδα θα υπόκειται σαφέστατα στο εθνικό και ευρωπαϊκό εμπορικό Δίκαιο, αλλά όχι εξ’ ορισμού στο ίδιο νομικό πλαίσιο λειτουργίας που ισχύει για τα ΑΕΙ. Αυτό έχει καίριες επιπτώσεις σε ολόκληρο το πλαίσιο λειτουργίας τους, όπως για παράδειγμα στο αν και κατά πόσο θα ισχύει το αυτοδιοίκητο όπως ορίζεται στο άρθρο 16, στον τρόπο επιλογής-πρόσληψης του διδακτικού προσωπικού, κ.ο.κ
Αστεία πράγματα. Μήπως το ελληνικό Δημόσιο έχει τα μέσα να το ελέγχει αυτό για τα δημόσια πανεπιστήμια; Μήπως οι κακοί καπιταλιστές ιδιοκτήτες τους δε θα έχουν κάποιο δικό τους τρόπο λέτε να μην καταστρέφουν τη φήμη τους; Μήπως το έχουμε δεχτεί ήδη χωρίς πρόβλημα για την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια παιδεία όπου λειτουργούν μια χαρά ιδιωτικά δημοτικά, γυμνάσια και λύκεια; Ή μήπως η ακαδημαϊκή αριστεία δεν έχει τρόπους εσωτερικούς για να ελέγχει τον εαυτό της (δημοσιεύσεις, αναφορές, indexes, συνέδρια κλπ);
Ερώτημα 12: Πως συμβαδίζει η θέση ότι “έχουμε πολλούς φοιτητές στα ΑΕΙ” με τη δημιουργία ιδιωτικών ιδρυμάτων που θα παράγουν ακόμα περισσότερους;
Απάντηση: Δεν συμβαδίζει. Οι εξαγγελίες και η αιτιολόγηση για την εφαρμογή του Σχεδίου Αθηνά 1 και 2, με βάση το οποίο μειώθηκαν δραστικά τα τμήματα σε ΑΕΙ μέσω συγχωνεύσεων ή καταργήσεων, βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό σε αυτό το επιχείρημα. Για πολύ καιρό ακούγονταν από τους πιο επίσημους εκπροσώπους της πολιτικής ηγεσίας ότι “οι φοιτητές είναι πολλοί”, ότι “σπουδάζουν για υπερβολικά πολλά χρόνια”, ότι “δεν χρειαζόμαστε άλλους επιστήμονες”, κ.ο.κ. Κάτι τέτοιο προφανώς διαψεύδεται από τα πραγματικά στατιστικά στοιχεία, ειδικά ως προς το τελευταίο (βλ. παρακάτω Εικόνα 2). Επιπλέον, η Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής (ΕΒΕ) επιβλήθηκε με το επιχείρημα ότι υποψήφιοι που δεν θα είχαν καλή επίδοση σε συγκεκριμένα μαθήματα κατά περίπτωση, δεν θα έπρεπε να έχουν το δικαίωμα εγγραφής και σπουδών στα αντίστοιχα τμήματα, καθώς η πιθανότητα να ολοκληρώσουν επιτυχώς τις σπουδές τους είναι μικρή. Σήμερα μαθαίνουμε ότι οι αντίστοιχοι φοιτητές θα μπορούν να εισάγονται σε οποιοδήποτε ιδιωτικό ίδρυμα χωρίς εξετάσεις, καταβάλλοντας απλώς κάποιο υψηλό ύψος διδάκτρων (άρα δεν αφορά όλες τις οικογένειες), να σπουδάζουν υπό καθεστώς ξένου εκπαιδευτικού συστήματος (άρα εκτός εθνικού ελέγχου) και να λαμβάνουν πτυχίο καθ’ όλα ισότιμο με αυτά των ΑΕΙ. Αν αυτό αφορά πολλούς, τότε δεν ισχύουν τα παραπάνω επιχειρήματα. Αν ισχύει μόνο για λίγους (λόγω οικονομικής ευχέρειας), τότε δεν υπάρχει συλλογικό συμφέρον να ανατραπεί έτσι βίαια όλο το συνταγματικό και νομικό πλαίσιο που υπάρχει σήμερα. Σε κάθε περίπτωση, η παραπάνω αντίφαση δεν δικαιολογείται με κανέναν τρόπο.
Δε συμβαδίζει η θέση γιατί δεν είναι δουλειά του “νομοθετήματος” να κάνει αυτή τη συσχέτιση. Δουλειά του είναι να διορθώσει ένα μακροχρόνιο κενό στην αγορά της εκπαίδευσης.
Ερώτημα 13: Οι νέοι φοιτητές που φεύγουν στο εξωτερικό για σπουδές σε ποια ιδρύματα σπουδάζουν; Με τι έξοδα; Επιστρέφουν αμέσως μετά την Ελλάδα για εργασία;
Απάντηση: Ακόμα και για οικονομικούς και μόνο λόγους, το ποσοστό των νέων φοιτητών που σπουδάζουν στο εξωτερικό σε κορυφαία Πανεπιστήμια, διεθνούς κατάταξης από θέση 300 και άνω (αντίστοιχη των μεγάλων ελληνικών ΑΕΙ), είναι κατά τεκμήριο μικρό. Η οικονομική κατάσταση και το μέσο κατά αναλογία εισόδημα μιας οικογένειας ίσως δεν μπορεί σήμερα ούτε καν να συντηρήσει τις σπουδές ενός παιδιού μακριά από το σπίτι του εντός της χώρας. Επιπλέον, η φυγή στο εξωτερικό τουλάχιστον 600.000 νέων επιστημόνων έγινε σχεδόν αποκλειστικά για λόγους εύρεσης εργασίας και καλύτερων συνθηκών διαβίωσης. Αυτό σημαίνει ότι οι σπουδές και μόνο δεν είναι λόγος παραμονής ενός νέου φοιτητή στην Ελλάδα, εφόσον οι συνθήκες σπουδών και στη συνέχεια εύρεσης ανάλογης εργασίας είναι εξαιρετικά δυσμενείς.
Χρήσιμο το ερώτημα αλλά άσχετο με το θέμα. Επιστρέφει στην Ελλάδα αυτός που θεωρεί ότι θα βρει μια καλή ζωή εκεί. Όχι αυτός που έχει ιδιωτικά ή δημόσια πανεπιστήμια. Θέλετε να συζητήσουμε για την οικονομική κατάσταση της χώρας; Να το κάνουμε. Άλλο θέμα αυτό όμως. Εγώ πάλι θα ισχυριστώ ότι ο αυξημένος ανταγωνισμός θα δώσει ένα κίνητρο σε νέα παιδιά να μείνουν στη χώρα και σε παιδιά γειτονικών χωρών να έρθουν εδώ να σπουδάσουν. Και θα δείτε μετά πώς θα συσσωρευτούν γύρω από αυτά τα νέα ιδρύματα και εκκολαπτήρια σταρτάπ και κέντρα διασύνδεσης με την αγορά και απ΄όλα. Και επειδή δε θα έχουν τον κρατικίστικο βραχνά, ξέρετε κάτι; Θα λειτουργούν και η αγορά θα τα προτιμά. Θέλουμε να προτιμά και τα δημόσια; Ας τα κάνουμε καλύτερα. Όχι να απαγορέψουμε στην υπόλοιπη αγορά να το προσπαθήσει.
Ερώτημα 14: Ειδικά για τον κλάδο της Πληροφορικής, αν τα πτυχία των ιδιωτικών ιδρυμάτων είναι ισότιμα με κάθε έννοια με αυτά των ΑΕΙ, ποια ακριβώς είναι τα επαγγελματικά δικαιώματα που διασφαλίζονται για τους πτυχιούχους του κλάδου αυτού;
Απάντηση: Άγνωστο. Στον κλάδο της Πληροφορικής οι πτυχιούχοι ΑΕΙ και ισότιμων πτυχίων, σε επαγγελματικό ή/και ακαδημαϊκό επίπεδο, εξακολουθούν να μην έχουν στην πράξη κανένα νομοθετημένο θεσμικά τέτοιο δικαίωμα. Πρακτικά, οποιοσδήποτε μπορεί αν εργαστεί οπουδήποτε ως “ειδικός” σε επαγγέλματα του κλάδου, από απλός προγραμματιστής ως υπεύθυνος έργων Τεχνολογίας Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΤΠΕ) εξαιρετικά υψηλού κόστους, ρίσκου και κρισιμότητας (safety-critical), χωρίς να προκύπτει από πουθενά καμία υποχρέωση κατοχής αντίστοιχου τίτλου σπουδών ως τυπικό προσόν. Στον ευρύτερο Δημόσιο τομέα οι προσλήψεις που προκηρύσσονται μέσω ΑΣΕΠ συχνά περιγράφουν παρόμοιες θέσεις ως “…ή άλλου πτυχίου Θετικών Επιστημών”, ενώ κατά την πρόσληψη σε ιδιωτική επιχείρηση ή έναρξη επαγγέλματος ως αυτοαπασχολούμενος (ατομική επιχείρηση) πουθενά δεν ζητείται αντίγραφο πτυχίου ως βασική προϋπόθεση. Αυτό συμβαίνει γιατί δεν υπάρχει αντίστοιχο Επιμελητήριο για τον κλάδο, ούτε η έννοια της άδειας ασκήσεων επαγγέλματος όπως στους Μηχανικούς Η/Υ – ακόμα και για αυτούς, η ένταξή τους στο Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας (ΤΕΕ) είναι πολύ περιοριστική και δεν ισχύει για πτυχιούχους μη Πολυτεχνικών σχολών. Σε κάθε περίπτωση, η θεσμοθετημένη υποχρέωση αποδεικτικού σπουδών ως βασική προϋπόθεση για την άσκηση αντίστοιχου επαγγέλματος περιορίζεται σε εξαιρετικά συγκεκριμένες δραστηριότητες, όπως π.χ. η μελέτη δομημένης καλωδίωσης σε κτίρια, ενώ την ίδια στιγμή πολύ μεγαλύτερα και κρισιμότερα πεδία δραστηριότητας όπως π.χ. η διασφάλιση ποιότητας στην ανάπτυξη safety-critical λογισμικού παραμένει θεσμικά εντελώς αρρύθμιστη. Κατά συνέπεια, οποιοδήποτε ιδιωτικό ίδρυμα ξένου φορέα που θα απονέμει πτυχία Πληροφορικής στην Ελλάδα δεν θα προσφέρει καμία απολύτως διασφάλιση, επαγγελματική ή ακαδημαϊκή, στους αποφοίτους του, καθώς αυτό δεν ισχύει σήμερα ούτε για τα ΑΕΙ.
Εύλογο ερώτημα αλλά άσχετο με το θέμα γιατί η ίδια η απάντηση αναφέρει ότι το θέμα είναι γενικά αρρύθμιστο. Ε, ας ζητήσουμε να ρυθμιστεί γενικά, όχι να το θέτουμε ως αντίρρηση προς τη δημιουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων.
Ερώτημα 15: Ειδικά για τον κλάδο της Πληροφορικής, οι πτυχιούχοι των ιδιωτικών ιδρυμάτων σε ποιο Επιμελητήριο θα εγγράφονται;
Απάντηση: Άγνωστο. Όπως αναλύθηκε παραπάνω, τέτοιο Επιμελητήριο δεν υφίσταται σήμερα στην Ελλάδα, ούτε και κανένας άλλος φορέας διασφάλισης της ποιότητας των αντίστοιχων δραστηριοτήτων ειδικά για ΤΠΕ, ούτε των επαγγελματιών που δραστηριοποιούνται σε αυτές.
Σωστή παρατήρηση, ούτε σήμερα υφίσταται τέτοιο επιμελητήριο. Γιατί αυτό είναι ζήτημα στη δημιουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων; Καλή και η αναφορά σε critical applications αλλά δε θα έπρεπε αυτές να είναι εμπόδιο και σε μια πλειάδα άλλων εφαρμογών για τις οποίες η αγορά έχει ανάγκη από καταρτισμένο προσωπικό που αυτή τη στιγμή της λείπει πολύ και τα δημόσια πανεπιστήμια δεν αφουγκράζονται. Αν μη τι άλλο από τα ιδιωτικά πανεπιστήμια περιμένουμε να έχουν μια πολύ δυναμική σχέση με την αγορά.
Ερώτημα 16: Ειδικά για τον κλάδο της Πληροφορικής, εδώ και χρόνια τα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια συνεργαζόμενα με ξένα ιδρύματα λειτουργούν “ανταγωνιστικά” ως προς τα ΑΕΙ. Τι δεν πήγε καλά; Γιατί ο κλάδος τους έχει συρρικνωθεί δραστικά τα τελευταία χρόνια και όσα απέμειναν εξακολουθούν να είναι σε διεθνή κατάταξη κάτω του 8.000;
Απάντηση: Τα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια συνεργαζόμενα με ξένα ιδρύματα έχουν αναγνωριστεί ως επαγγελματικά (και μόνο) ισότιμα με τα αντίστοιχα των ΑΕΙ. Το υπουργείο Παιδείας επέβαλε και τότε “αυστηρές προϋποθέσεις” στη λειτουργία τους. Και τότε, όταν πριν πολλά χρόνια γινόταν η αντίστοιχη δημόσια συζήτηση, τα επιχειρήματα ήταν τα ίδια. Περιορισμός της φυγής νέων φοιτητών στο εξωτερικό, μεγαλύτερος ανταγωνισμός άρα βελτίωση των ΑΕΙ, κτλ. Τίποτα από αυτά δεν επαληθεύτηκε τελικά. Αντίθετα, με την αλλαγή του καθεστώτος αυτόματης αναγνώρισης των τίτλων σπουδών των βρετανικών Πανεπιστημίων λόγω του Brexit, αρκετές χιλιάδες φοιτητές και απόφοιτοι φορέων με έδρα τη Βρετανία βρέθηκαν με εντελώς “ξένους” τίτλους σπουδών που έπρεπε να αναγνωριστούν μέσω της πλήρους διαδικασίας (ΔΟΑΤΑΠ). Το αποτέλεσμα φυσικά αυτής της αποτυχίας δεν οφείλεται ασφαλώς στο Brexit, αφού ποτέ η συγκεκριμένη “αγορά” δεν λειτούργησε πραγματικά “ανταγωνιστικά” ως προς τα ΑΕΙ, ούτε και επιβεβαίωσε τις τότε εξαγγελίες.
Γιατί τα εκπαιδευτήρια αυτά έχουν καθαρά επαγγελματικό προσανατολισμό και όχι ακαδημαϊκό. Κάτι χρήσιμο και απαραίτητο για την αγορά και οι απόφοιτοί τους απορροφώνται άμεσα από αυτήν.
Ερώτημα 17: Θα αποτραπεί η διαρροή φοιτητών προς το εξωτερικό;
Απάντηση: Δεν είναι βέβαιο. Αν επιπλέον σκεφτούμε πόσο έχουν αυξηθεί τα ενοίκια σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Ηράκλειο και άλλες πόλεις της χώρας μας καθώς και το κόστος διαβίωσης, σε συνάρτηση με το γεγονός ότι σε πολλές Ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις (Παρίσι, Γκέτινγκεν, Στοκχόλμη, Λούντ κλπ) τα εκεί δημόσια Πανεπιστήμια λειτουργούν χωρίς δίδακτρα και είναι σαφώς περισσότερο οργανωμένα (υποδομές, εστίες, σίτιση κτλ), οι σπουδές στο εξωτερικό (σε σχέση με ένα ιδιωτικό ΑΕΙ σε Ελληνική πόλη) φαντάζουν πιθανώς οικονομικότερη και σίγουρα πιο ελκυστική επιλογή.
Δεν είναι βέβαιο αλλά είναι πολύ πιθανό και εύλογο. Σε κάθε περίπτωση σκοπός είναι πρωτίστως η διόρθωση ενός νομοθετικού κενού. Η μη διαρροή φοιτητών προς το εξωτερικό θα είναι ένα από τα αποτελέσματα αυτού. Τώρα αν συγκρίνουμε το κόστος ζωής στο Γκέτιγκεν και το Παρίσι με το κόστος του να μείνει κάποιος στην Ελλάδα νομίζω η σύγκριση είναι άνιση. Κι αν τα δίδακτρα στην Ελλάδα είναι πια τόσο μεγάλα, ε, δε θα πάει πολύς κόσμος. Ή θα πάνε μόνο οι κακοί πλούσιοι, αυτοί που μπορούν να πάνε ούτως ή άλλως στο Παρίσι και στο Γκέτινγκεν.
εκτύπωση
Κατηγορίες: απόψεις, επαγγελματικά, πολιτικά |
rss 2.0 |
trackback |
1 σχόλιο