Η αρετή είναι δύσκολη και πολυσήμαντη έννοια και ίσως πιο κοντά σε αυτό στο οποίο θέλω να αναφερθώ είναι το να είναι κανείς ενάρετος, το να διάγει ενάρετο βίο. Αλλά το να είναι κανείς ενάρετος εύκολα ενδύεται και με μανδύα ειρωνείας, όταν το φαίνεσθαι γίνεται σημαντικότερο από το είναι, όταν μιλάμε για φαρισαϊσμό. Αλλά μακρηγορώ.
Ας μην προσπαθήσουμε να ορίσουμε ποιος είναι ενάρετος. Ας μείνουμε στη γενική και κοινή κατανόηση που θέλει τον ενάρετο να είναι εκείνος που επιδιώκει το καλό. Και σαφώς το καλό μπορεί να είναι υποκειμενικό αλλά προτιμώ να αφήσω αυτά τα δύο χώρια: το καλό και την επιδίωξή του. Ας αφήσουμε το τι είναι καλό στην κρίση του καθενός μας και ας επικεντρωθούμε στην επιδίωξή του. Άλλωστε το περιεχόμενο που δίνει ο καθένας στην έννοια του καλού είναι εκ των πραγμάτων “καλό” για τον ίδιο.
Επίσης θα επικεντρωθώ σε δύο ομάδες ανθρώπων, στις οποίες κάπως αμήχανα -και θα το εξηγήσω αυτό- ανήκω: τους άθεους και τους χορτοφάγους (τους βήγκαν ντε). Στην πιο οικονομική εκδοχή του ορισμού τους οι άθεοι είναι αυτοί που απλώς δεν έχουν πειστεί για την ύπαρξη θεού, ενώ οι χορτοφάγοι αυτοί που επιλέγουν να συμπεριλάβουν στον ηθικό τους κύκλο και τα ζώα, ως όντα με ικανότητα να πονούν και να χαίρονται.
Για τους άθεους υπάρχουν και άλλοι ορισμοί και διαβαθμίσεις… αθεϊκότητας. Υπάρχει και η γνωστή κλίμακα επτά επιπέδων αθεΐας του Ντώκινς. Για τους χορτοφάγους ο ορισμός που έδωσα αποδίδεται στον Peter Singer (Η απελευθέρωση των ζώων) αν και πολλοί τον παραφουσκώνουν προσθέτοντας το τι πρέπει να κάνει ένας χορτοφάγος. Αλλά εγώ προτιμώ τους απλούστερους, πιο συμπαγείς και -κατ’ εμέ- συνεπείς ορισμούς.
Λοιπόν και οι άθεοι και οι χορτοφάγοι είναι άνθρωποι που μπαίνουν στον κόπο να βασανίσουν τις καθεστηκυίες απόψεις που τους έχουν παραδοθεί και με καλές προθέσεις. Οι πρώτοι μεθύνοντας τον ηθικό τους κύκλο και οι δεύτεροι επιμένοντας στη λογική και στα εμπειρικά δεδομένα. Όλα καλά ως εδώ. Υπάρχει όμως ένα μεγάλο “αλλά”.
Παρατηρώ, από τη συμμετοχή μου σε σχετικές διαδικτυακές ομάδες και ομάδες κοινωνικών δικτύων ότι και οι δύο αυτές κατηγορίες υποπίπτουν σε μια πλάνη, που ονομάζω πλάνη της αρετής. Είναι ένα είδος ελιτισμού που νομίζω ότι καθησυχάζει τη συνείδησή τους. Πολλοί από αυτούς θεωρούν ότι, με την ιδιότητα του άθεου ή του χορτοφάγου, ανέρχονται σε μια κατάσταση αρετής που τους κάνει ανώτερους από τους άλλους ανθρώπους. Ο θεϊστής είναι ένας ανόητος ή πλανεμένος, ο κρεοφάγος είναι ένας χοντρόπετσος βάρβαρος. Απλά πράγματα, απλές, απλοϊκές σκέψεις που βολεύουν και κοιμίζουν τη συνείδηση και το νου.
Αλλά η αρετή δεν είναι μονοδιάστατη και δεν είναι κατάσταση. Δεν είναι μονοδιάστατη γιατί μπορεί να είσαι άθεος αλλά να παρκάρεις παράνομα. Μπορεί να είσαι χορτοφάγος αλλά να απατάς τη γυναίκα σου. Ή βάλτε όποιον άλλο συνδυασμό θέλετε. Και δεν είναι κατάσταση γιατί δεν είναι κάτι στο οποίο καταλήγεις και απολαμβάνεις αλλά μια συνεχής διαδικασία αναζήτησης και περίσκεψης. Και είναι διαδικασία επίπονη για τον άνθρωπο που ενδιαφέρεται πραγματικά για αυτήν, επειδή μονίμως αναμετριέται με τις ατέλειες της υπόστασής του και μονίμως βρίσκει τον εαυτό του ελλιπή. Μόνο έτσι μπορεί να ελπίζει, άλλωστε, στο να βελτιωθεί.
Image credit: “Holy Virtue” by Lawrence OP is licensed under CC BY-NC 2.0. To view a copy of this license, visit https://creativecommons.org/licenses/by-nc/2.0/.
Είναι η Κίνα μια σύγχρονη υπερδύναμη; Η απάντηση ίσως δεν είναι τόσο απλή. Οπωσδήποτε πρόκειται για ένα βιομηχανικό γίγαντα της εποχής που πουλά τα πάντα και τους πάντες και μοιάζει να καταπίνει την παγκόσμια αγορά επενδύοντας σε όλα τα μέρη του κόσμου και διατηρώντας ένα τεράστιο στρατό. Όμως ο Frank Dikötter (ειδικός ιστορικός στο θέμα) στο China After Mao: The Rise of a Superpower διαφωνεί.
Τα επιχειρήματά του συνοψίζονται ως εξής:
Το ΚΚΚ (Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα) είναι ένα κανονικό μαρξιστικό-λενινιστικό κόμμα, που εννοεί αυτά που λέει. Δεν είναι μια εξελιγμένη ή εξευγενισμένη μορφή. Έχει ως σκοπό του την επικράτηση ενάντια στον καπιταλισμό πρώτα από όλα και όχι να θρέψει ξερωγώ το λαό του.
Η κυρίαρχη εντύπωση ότι μεγάλο μέρος του κινεζικού λαού βγήκε από τη φτώχεια τα τελευταία 50 χρόνια δεν οφείλεται στην καλή του λειτουργία ή την καλή του προαίρεση. Οφείλεται στη δυσλειτουργία του μετά το 1976 και το θάνατο του τρισυπέρτατου και υπερλατρεμένου ηγέτη Μάο, όταν ο μηχανισμός του κόμματος παρέλυσε στην επαρχία και οι χωρικοί πήραν στα χέρια τους κολλεκτίβες από τις τοπικές κομματικές ηγεσίες.
Σήμερα αυτό που βλέπουμε στην Κίνα είναι εντελώς μονομερές και διαστρεβλωμένο, δηλαδή η εικόνα της γρήγορης αστικοποίησης και της γοητευτικής επαρχίας. Πλούτος υπάρχει μόνο σε μια μικρή κομματική και επιχειρηματική ελίτ, ενώ η βαθιά, αγροτική Κίνα παραμένει εξαιρετικά φτωχή. Μάλιστα η θέση της στην παγκόσμια κατάταξη κατά κεφαλήν εισοδήματος έπεσε από το 85 το 1976 στο 134 το 2000, όπου υποτίθεται ότι υπήρξε και η μεγάλη του εκτίναξη. Δηλαδή η Κίνα σε σχέση με τον κόσμο έμεινε οριακά στάσιμη ή και υστέρησε, αν το δούμε συγκριτικά.
Το 1989 η Πολωνία μετέβη από τον κομμουνισμό στη δημοκρατία με εκλογές. Το 1991 ο Γκορμπατσώφ διαλύει οριστικά την ΕΣΣΔ. Αυτά τα γεγονότα σημαίνουν καμπανάκια στο ΚΚΚ που το κάνουν να στραφεί σε ένα απίστευτης αυστηρότητας εσωστρεφές και καταπιεστικό καθεστώς ελέγχου. Για την απόλυτη παράνοια αυτού του ολοκληρωτισμού που μάλλον λίγο μαθαίνουμε στη Δύση διαβάστε τον “Φάκελο Κίνα” (εδώ το πρώτο από τα πολλά μέρη).
Κομβικό σημείο στην πορεία της υπήρξε ο κατά λάθος βομβαρδισμός της πρεσβείας της στο Βελιγράδι το 1999 από το ΝΑΤΟ, κάτι που ανάγκασε εν είδει αποζημίωσης τον Κλίντον να τη δεχτεί στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου και να απελευθερωθεί έτσι η τεράστια βιομηχανική δύναμη που αυτή ανέπτυσσε. Από τότε η συσσώρευση κρατικού πλούτου της γιγαντώθηκε. Και ο πλούτος αυτός χρησιμοποιείται για επενδύσεις της ελίτ, για ανάπτυξη στρατού και για επενδύσεις υποδομών σε άλλες χώρες του κόσμου.
Παρολαυτά ο Frank Dikötter ισχυρίζεται ότι οι καθοριστικοί παράγοντες της σημερινής κοινωνίας είναι: φτώχεια και ανισότητα, τεράστιος αλλά άπειρος στρατός, εκρηκτική σχέση ελίτ-λαού και κράτους/κόμματος-λαού. Αυτοί οι παράγοντες θεωρεί ότι υπονομεύουν πολύ την παγκόσμια ισχύ της Κίνας που βασίζεται σε ένα κράτος-ελεγκτή, χωρίς λαϊκά ερείσματα και με τεράστια κοινωνικά προβλήματα να υποβόσκουν, τα οποία απλά δε μαθαίνουμε.
Έχετε ποτέ αναφωνήσει “μα πού ζούμε” ή “τι είναι αυτά που ζούμε”; Πιθανότατα, ναι. Και πιθανότατα είχατε δίκιο μέσα στο πλαίσιο ή στην κατάσταση που βιώνατε εκείνη τη στιγμή. Εκφράσατε μια στιγμιαία απογοήτευση με κάπως έντονο τρόπο. Στα σίγουρα δεν εννοούσατε ότι δε ζείτε σε καλό μέρος ή σε καλή εποχή. Ε;
Εδώ, ας πούμε ο Economist σε πρόσφατο άρθρο του, αναφωνεί σε αυτό το πνεύμα “Μα τι πάει στραβά με τη δημοκρατία στην Ευρώπη; Είναι η πιο δημοκρατική περιοχή του κόσμου!”. Ακριβώς αυτό συμβαίνει: Η Ευρώπη είναι η πιο δημοκρατική περιοχή του κόσμου και γι’ αυτό η δημοκρατία την νοιάζει!
Η αλήθεια είναι -τα δεδομένα έτσι δείχνουν δηλαδή- ότι στη Δύση της εποχής μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ζούμε την καλύτερη εκδοχή και εποχή της ανθρωπότητας μέχρι σήμερα. Το επίπεδο διαβίωσης είναι καλύτερο από οποτεδήποτε άλλοτε, η περίοδος ειρήνης είναι μακροβιότερη, η τεχνολογία έχει κάνει άλματα στη διευκόλυνση της ζωής μας, η ιατρική επίσης στην επέκταση και βελτίωση της ποιότητάς της, η επιστήμη κι αυτή στον τρόπο που κατανοούμε τον κόσμο γύρω μας και το σύμπαν.
Ταυτόχρονα, τα πολιτικά μας συστήματα είναι όλο και πιο δημοκρατικά, όλο και πιο συμπεριληπτικά, όλο και πιο φιλελεύθερα και εξασφαλίζουν ολοένα και μεγαλύτερη ισότητα ανάμεσα στους ανθρώπους. Φυσικά δεν είναι τέλεια. Υπάρχει άλλωστε το τέλειο; Ή μήπως μας βγήκαν σε καλό οι αναζητήσεις ουτοιών; Και φυσικά έχουν σκαμπανεβάσματα. Αλλά συλλειτούργησαν με όλα τα προηγούμενα προς τη βελτίωση της ζωής μας.
Υπήρξε με δυο λόγια “πρόοδος”.
Είμαστε όμως ικανοποιημένοι; Οπωσδήποτε όχι! Η ζωή έχει δυσκολίες, υπάρχουν ασθένειες, δε ζούμε άνετα, δε ζούμε για πάντα, αποκτούμε τα αγαθά μας με κόπο, τα διατηρούμε επίσης με κόπο. Έχουμε και άγχος να ζήσουμε καλά και επιτυχημένα. Συνειδητοποιούμε και το κακό που κάνουμε στον εαυτό μας και το περιβάλλον. Τι παράδοξο, λοιπόν! Να ζούμε στην καλύτερη εποχή της ανθρωπότητας και να μην είμαστε ευτυχισμένοι!
Αυτό που έχει συμβεί μαζί με τη γενικότερη βελτίωση του βιοτικού μας επιπέδου είναι ότι έχουμε γίνει και καλύτεροι και, ως αποτέλεσμα, πιο απαιτητικοί άνθρωποι. Πάμε σχολείο, έχουμε ελευθερία γνώμης, έχουμε πρόσβαση σε ενημέρωση, είμαστε σε εγρήγορση για τα δικαιώματά μας και, το κυριότερο, ζούμε σε μια πολιτική οργάνωση που έχει θέσει θεμελιώδεις αρχές και θεωρεί τον εαυτό της υπόλογο απέναντι σε αυτές.
Δε θα πρέπει να προσπεράσουμε εύκολα αυτό το τελευταίο. Η Δύση είναι υπόλογη στον εαυτό της! Έχει δώσει μερικές θεμελιώδεις υποσχέσεις στους ανθρώπους της, που είναι αδιαπραγμάτευτες και κρίνεται μονίμως απέναντι σε αυτές. Κρίνεται, όχι ως μια παράπλευρη πολιτική δραστηριότητα, αλλά ως κύρια συλλογική δράση. Οι βασικές αρχές της ελευθερίας και της ισότητας αποτελούν μόνιμη πυξίδα σε κάθε πράξη της. Ακόμη και όταν τα κοινωνικά αιτήματα δεν ικανοποιούνται, οι αρχές αυτές δεν παύουν, δεν παραγκωνίζονται, είναι ακόμη εκεί ως μέρος των θεσμών της.
Αυτό είναι το παράδοξο της προόδου.
Ότι δηλαδή α) η πρόοδος μας επιτρέπει να την κρίνουμε -αυτήν και την κατάσταση στην οποία μας έχει φέρει- β) μας παροτρύνει να την κρίνουμε γ) με ολοένα και υψηλότερα κριτήρια δ) έχοντας θέσεις τις βάσεις για τα κριτήρια αυτά ε) έχοντας όμως -εμείς- αφήσει το σαφώς χειρότερο παρελθόν πίσω, και στ) έχοντας έτσι μικρότερη συγκριτική αίσθηση της βελτίωσης που έχει επέλθει.
Η βελτίωση είναι κάτι που βιώνεται. Αν πχ ο μισθός σου είναι μόνιμα 1000€ ή αυξάνει από τα 900€ στα 950€, τότε δεν αισθάνεσαι ότι έχεις ζήσει μια οικονομική βελτίωση στη ζωή σου. Αν έχεις μεγαλώσει σε ένα αξιοπρεπές σπίτι 80τμ και ζεις τη ζωή σου στο ίδιο σπίτι ή σε ένα ελάχιστα καλύτερο, τότε αυτό δεν το βιώνεις σα βελτίωση. Δεν το βιώνεις καν ως στασιμότητα! Γιατί εξακολουθείς να ζεις στην εποχή της προόδου και εξακολουθείς να είσαι δέκτης των υποσχέσεών της και μέρος αυτών των υποσχέσεων είναι ότι η βελτίωση θα είναι συνεχής.
Έτσι, όταν ζει κανείς σε ένα τέτοιο πλαίσιο, θα κρίνει την εποχή του πάντα με αυστηρότητα, πιθανότατα μεγαλύτερη από αυτή που της αξίζει, ενώ, από την άλλη, η στασιμότητα που μοιραία θα συμβεί κατά περιόδους, δε θα είναι αποδεκτή. Κι αυτό είναι προς στιγμήν απογοητευτικό.
Αλλά αυτό είναι το κρίσιμο σημείο στο οποίο θα πρέπει να έχει κανείς την ψυχραιμία και την ευθυκρισία να αναγνωρίσει το πρόβλημα και τη λύση του. Φταίει κάτι εκ βάθρων και επομένως αξίζει να επιδιώξει μια ριζοσπαστική αλλαγή; Ή μήπως χρειάζεται μια επιστροφή στις θεμελιώδεις μας αξίες;
Ο δυτικός άνθρωπος πιστεύω έχει εξαντλήσει όλη του την αυστηρότητα απέναντι στη Δύση. Της έχει καταλογίσει έλλειψη ελευθερίας, έλλειψη ισότητας στη διάχυση του παραγόμενου πλούτου, την έχει κατηγορήσει ως αποικιοκρατική, δυναστική, καπιταλιστική (αυτό το τελευταίο είναι μια ξεχωριστή κατηγορία αλλοφροσύνης από μόνο του, πώς δηλαδή μπορείς να θεωρείς την οικονομική ελευθερία ως κάτι κακό, αλλά το αφήνω για άλλο αρθράκι). Το έχει κάνει γιατί μπορεί και γιατί η ίδια η Δύση και οι αξίες της τον παροτρύνουν να το κάνει και να την κρίνει αυστηρά.
Τρέμω στην ιδέα ότι η προσωρινές μας απογοητεύσεις μπορεί να μας απομακρύνουν από τις θεμελιώδεις αξίες μας και αυτές είτε να φανούν πολύ μακρινές και ξένες είτε, ακόμη χειρότερα, να θεωρηθούν υπαίτιες για την απογοήτευση αυτή. Γι’ αυτό, όπως έχω ξαναγράψει χρειαζόμαστε περισσότερο από αυτές, όχι λιγότερο. Όχι στην αντινεωτερικότητα!
Image credit: “Austria-00130 – Austrian Parliament” by archer10 (Dennis) is licensed under CC BY-SA 2.0.
Η σειρά Adolescence του Netflix πέτυχε μια ευαίσθητη κοινωνική χορδή και συζητήθηκε τόσο πολύ, που αρχικά μου δημιούργησε μια μικρή απώθηση. Τελικά αποφάσισα να τη δω για να έχω άποψη. Αναγκαστικά την έβαλα στο μικροσκόπιο, έπειτα από τα τόσα σχόλια που είχα διαβάσει. Άλλωστε ο δημιουργός της είχε και την πρόθεση να κάνει κοινωνικό σχόλιο. Γράφω όμως για αυτήν όχι γιατί είναι η εκπληκτικότερη σειρά που έχω δει ή γιατί έκανε τόση αίσθηση. Το αφήνω αυτό για το τέλος όμως. Το λόγο τον προδίδει κάπως ο τίτλος του άρθρου.
Στην αρχή έμοιαζαν οι φόβοι μου να επιβεβαιώνονται. Ποιος συλλαμβάνει 13χρονο έφηβο με αυτό τον τρόπο, με 20 άτομα ομάδας ειδικών δυνάμεων ξερωγώ να κατεδαφίζουν την είσοδο του σπιτιού του, να το κάνουν γης μαδιάμ και στη συνέχεια να τον βάζουν σε κελί σαν αυτά της απομόνωσης ψυχιατρείων χωρίς λεκάνη για τις ανάγκες του. Έτσι κάνει η αγγλική αστυνομία; Μπορεί. Τεσπά δεν αποδείχθηκε στοιχείο κρίσιμο για τη συνέχεια.
Μόνιμο σημείο παρατήρησης αποτελούν τα τεχνικώς αρτιότατα μονοπλάνα, όπου το κάθε επεισόδιο ολόκληρο (ναι, ολόκληρο) είναι ένα τέτοιο. Ολόκληρο! Από τεχνική άποψη η παραγωγή, η ενορχήστρωση και εκτέλεση αυτών των λήψεων είναι εντυπωσιακή. Αλλά και για τους ηθοποιούς η πρόκληση πρέπει να ήταν τεράστια. Ειδικά για έναν 13χρονο ηθοποιό.
Αλλά αισθάνομαι ότι τελικά αυτό κάπως εκβιάζεται. Από τη μια η κάμερα αναγκάζεται να κάνει συνεχείς ακροβασίες που συχνά είναι ορατές, άλλωστε πώς να κρυφτείς από ένα μονοπλάνο, να περιστρέφεται αφύσικα γύρω από τους χαρακτήρες, ώστε να μπορέσει να πετύχει τη συνέχεια των πλάνων. Και κάπου δίνεται η εντύπωση ότι η πλοκή προσαρμόζεται στο πλάνο και όχι το αντίστροφο. Εντωμεταξύ, έχοντας ως δεδομένη τη λήψη του μονοπλάνου, χάνεται η ένταση που αυτό προσδίδει όταν χρησιμοποιείται επιλεκτικά. Συνήθως τα μονοπλάνα κόβουν την ανάσα με τη συνέχειά τους, εκεί που η συνέχεια δεν είναι ο κανόνας λόγω του μοντάζ. Ίσως δηλαδή είναι λιγάκι ένα τεχνικό τρυκ όλο αυτό, ένα τεχνικό επίτευγμα εντυπωσιακό μεν, αλλά με μικρή δραματουργική επίδραση.
Κάπου εκεί θυμήθηκα πρόχειρα μερικά ιστορικά μονοπλάνα, το ένα από το Θόδωρο Αγγελόπουλο, στο “Αιωνιότητα και Μια Μέρα“, που είναι κάτι σαν ζωγράφος-σκηνοθέτης στα κάδρα του, και το άλλο από την πρώτη σαιζόν του “True Detective” που είχε κάνει αίσθηση. Και τα δύο αισθάνεσαι ότι είναι εκεί γιατί έχουν δικό τους λόγο ύπαρξης. Αλλά ας αφήσω τις μπουμεριές, παρόλο που είναι ενδιαφέρον να κοιτάμε και την εξέλιξη της τεχνικής.
Παρολαυτά ο τρόπος αυτός δίνει πολύ χώρο για θεατρικότητα στο παίξιμο των χαρακτήρων, για καθαρή ηθοποιία. Υπάρχουν τεράστιες σκηνές που εστιάζουν σε συζητήσεις ανάμεσα στους χαρακτήρες, στις δυναμικές που αναπτύσσονται ανάμεσά τους, στους διαλόγους, στις εκφράσεις τους! Αυτό το τελευταίο νομίζω μου μένει εντονότερα από οτιδήποτε άλλο. Οι εκφράσεις του πατέρα, του γιου, της ψυχολόγου. Οι ηθοποιοί έχουν όλο το χρόνο, αλλά και την πρόκληση, να ξεδιπλώσουν την εκφραστικότητά τους. Και το κάνουν καλά, όλα κι όλα!
Η πλοκή είναι μάλλον γνωστή τοις πάσι πλέον. Ένας 13χρονος μαθητής συλλαμβάνεται με την κατηγορία ότι μαχαίρωσε μέχρι θανάτου συμμαθήτριά του. Η κοινωνία σοκάρεται, η οικογένειά του ζει ένα δράμα. Ήταν μια καθόλα κανονική, καθημερινή οικογένεια που αναζητά να βρει τι τεράστιο λάθος έκανε. Το λάθος, σε πρώτη ανάγνωση, όπως το πλασάρει δηλαδή η ίδια η σειρά είναι η απομόνωση του νεαρού στον κόσμο των κοινωνικών δικτύων και οι επιρροές που δεχόταν από αυτά. Κάτι που γινόταν μέσα στη φαινομενική ασφάλεια και προστασία του ίδιου του σπιτιού.
Για να είμαι ειλικρινής εδώ εντοπίζω δύο μικρά θέματα. Καταρχάς, ενώ βλέπουμε από κάμερες παρακολούθησης η σκηνή τη φόνου σε κάμερες παρακολούθησης, οι ήρωες έχουν πλάτη στην κάμερα. Και ο νεαρός αρνείται την ενοχή του μέχρι το τέλος, μήνες μετά, όπου λέει ότι τελικά θα δηλώσει ένοχος. Δε λέει πουθενά ευθέως ότι είναι ένοχος. Επίσης δε γίνεται πουθενά ξεκάθαρο γιατί η κοπέλα τον ακολούθησε στη σκηνή του φόνου και μάλιστα νύχτα, τη στιγμή που, κατά τα άλλα, τον υποτιμούσε και τον αγνοούσε. Ταυτόχρονα μένουν ανολοκλήρωτοι οι ρόλοι των δύο κολλητών του που φαίνεται ότι είχαν εμπλοκή στην υπόθεση.
Τα αναφέρω αυτά γιατί η συζήτηση που γίνεται δημόσια θεωρεί αυτόματα το νεαρό ένοχο και τη σύνδεση της ενοχής του με τα σόσιαλ μήντια και την ανδρόσφαιρα αυτόματη. Αυτός ο αυτοματισμός όμως, αυτή η ενστικτώδης ερμηνεία μπορεί να είναι ρηχή. Βέβαια, αν κρίνουμε τα γεγονότα της σειράς ως πραγματικά, αν τα πάρουμε τοις μετρητοίς, τότε είναι ένας νέος απίστευτα παραστρατημένος, που δεν έλεγξε τις αντιδράσεις του και η τοξική του αρρενωπότητα δε συγκρατήθηκε. Η διάπραξη τέτοιας βίας είναι απαράδεκτη όποια κι αν είναι η υποκείμενη κατάσταση.
Όμως πίσω από αυτή την ανάγνωση μπορεί να υπάρχει και μια πλειάδα άλλων νέων, που δεν κατέφυγαν σε βιαιότητα και που απλά υφίστανται ένα σύγχρονο μπούλυινγκ, επειδή είναι αγόρια ίνσελ (incel, involuntary celibate, θα το έλεγε κανείς και μπακούρια χαριτολογώντας). Λες και είναι πολλές οι πιθανότητες ένα αγόρι 13 χρονών να μην είναι μπακούρι! Όμως εδώ αυτό το αγόρι πρέπει να υποστεί και έναν εξευτελισμό από τον περίγυρό του για αυτή του την ανώριμη σεξουαλικότητα, που μόλις την ανακαλύπτει και το ίδιο και δεν ξέρει καλά-καλά τι να την κάνει. Και ο χαρακτηρισμός ίνσελ είναι πολύ πιο βαρύς και μειωτικός από τον κάπως χιουμοριστικό και χωρίς επιθετικές συνυποδηλώσεις όρο μπακούρι.
Παρεμπιπτόντως είναι φοβερή η στιγμή, όπου η ψυχολόγος που του κάνει εκτίμηση τον ρωτά πώς αισθάνεται όταν βλέπει γυμνές γυναίκες . Το παιδί απαντά τη μια στιγμή “ωραία” και την άλλη “περίεργα” (sic) με αφοπλιστική ειλικρίνεια. Πόσο αληθινή περιγραφή της πορείας της ενηλικίωσης μέσα από την ανακάλυψη και αναζήτηση της σεξουαλικότητας. Και πόσο υπέροχη ταυτόχρονα! Πόσο κρίμα αυτή η διαδικασία να περνά μέσα από την ταπείνωση.
Εντωμεταξύ όροι όπως ίνσελ, πέραν του ότι είναι μειωτικοί, όπως θα λέγαμε το “τσούλα” (κάποτε, ελπίζω όχι πια), κρύβουν και μια κουλτούρα όπου το σεξ γίνεται ένα παιχνίδι εξουσίας. Το ένα φύλο ελέγχει κάτι που το άλλο φύλο επιζητεί διακαώς και δεν του το δίνει. Μάλιστα το προσβάλει κιόλας που δεν είναι άξιο για να του το δώσει. Αυτή η κουλτούρα εξουσίας ή πάλης τάξεων νομίζω δεν είναι υγιής για το φεμινιστικό κίνημα και για τις σχέσεις των φύλων γενικότερα, ειδικά όταν αυτές διαπλάθονται σε μικρές ηλικίες.
Μεγάλη συζήτηση έγινε στα πραγματικά κοινωνικά δίκτυα, όχι αυτά της σειράς, για το ρόλο του πατέρα και πόσο αποστασιοποιημένος ήταν, ότι δεν αγκάλιαζε για παράδειγμα το γιο του αρκετά. Δε θα το σχολίαζα αυτό αν δε το έβλεπα να συμβαίνει τόσο εκτεταμένα και τόσο βιαστικά. Ο πατέρας, ένας άνθρωπος του μόχθου, που είχε φάει ξύλο από τον πατέρα του -το εξ0μολογείται αυτό- και που έχει υποσχεθεί στον εαυτό του να γίνει καλύτερος από αυτόν -κι αυτό μέρος της ίδια εξομολόγησης- είναι συντετριμμένος σε όλη τη διάρκεια της σειράς.
Ο ηθοποιός που τον υποδύεται είναι μάλιστα ο δημιουργός και ο βασικός σεναριογράφος. Παίζει έναν πατέρα συγκλονισμένο. Η διήγηση εστιάζει πολύ σε αυτόν, περισσότερο από ό,τι στη μητέρα. Βγαίνει από τα ρούχα του κατά τη διάρκεια της σύλληψης, στηρίζει το γιο συνεχώς και κάνει ό,τι μπορεί για να τον προστατέψει, το παιδί ζητά συστηματικά την υποστήριξή του. Είναι σε υπερένταση, εμφανή συγκίνηση, εκφράζει το τεράστιο άγχος μήπως κάνει κάτι λάθος. Αλλά από όλο το δράμα λείπει -υποτίθεται- η αγκαλιά. Ίσως οι επικριτές δεν πρόσεξαν ότι στο αποκορύφωμα πράγματι αγκαλιάζει το παιδί του. Ίσως δεν είναι ο χαρακτήρας για τον οποίο η αγκαλιά είναι η πρώτη ή η συνεχής έκφραση συναισθήματος. Βολεύει να τον δούμε κι αυτόν ως τοξικό άρρενα για να αιτιολογήσουμε το εύκολο γαϊτανάκι της ευθύνης. Αντέξτε μέχρι το τέλος του άρθρου αυτού να δούμε αν τα κοινωνικά δίκτυα μόνο τοξικά αγόρια κατασκευάζουν.
Για τον νεαρό που υποδύεται το γιο δεν υπάρχουν λόγια, είναι εκπληκτικός, είναι σα να παίζει μια ατελείωτη θεατρική παράσταση όπου η εστίαση είναι μονίμως πάνω στο χαρακτήρα του και θα έβρισκες εύκολα ό,τι ψεγάδι τυχόν υπήρχε. Αλλά δεν υπάρχει. Δεν ξέρω αν καναδυό φορές χάνει τα λόγια του εντός σεναρίου ή εκτός. Αλλά φαίνεται απολύτως φυσικό. Απλά ψάχνω να του βρω μια ατέλεια στα ατελείωτα μονοπλάνα που έφερε εις πέρας.
Μέσα σε όλο το δράμα περνούν και διάφορες σκηνές με παράπλευρο ενδιαφέρον. Το σχολείο που πρακτικά παίζει ρόλο μπέιμπι σίττερ και όχι εκπαιδευτικού, σε κάθε λήψη από σχολική τάξη τα παιδιά, αντί να κάνουν ένα φυσιολογικό μάθημα, βλέπουν κάποιο εκπαιδευτικό βίντεο, είναι μονίμως εκτός ελέγχου, δεν αντιλαμβάνονται στοιχειώδη πειθαρχία, δε σέβονται τους καθηγητές τους, κι αυτοί οι τελευταίοι είναι μάλλον παραδομένοι σε αυτή την πραγματικότητα.
Εν πάση περιπτώσει η σειρά, αν εξαιρέσουμε το καλλιτεχνικό πεδίο, πράγματι αγγίζει μια ευαίσθητη χορδή. Έχουμε τους σημερινούς εφήβους νεολαία, τους Gen Zers, που ζουν μια ζωή φαινομενικά προστατευμένη αλλά μέσα σε αυτό ακριβώς το ελεγχόμενο περιβάλλον, μέσω του internet και των κοινωνικών δικτύων, εκτίθενται σε μεγάλους κινδύνους και επικίνδυνες επιρροές. Το χάσμα των γενεών παίρνει νέες διαστάσεις, ενσαρκώνεται σε κάτι ηλεκτρονικό, μη απτό, κρυφό, που περνάει απαρατήρητο από τα ραντάρ της μέσης οικογένειας.
Μάλιστα προσωπικά θα το πήγαινα αυτό ακόμη πιο πέρα. Υπάρχει μια επιπλέον παράμετρος. Νομίζω οι γονείς σήμερα κινδυνεύουν να μην έχουν καν την ίδια εικόνα του κόσμου γύρω τους σε σύγκριση με τα παιδιά τους. Προσοχή, αναφέρομαι στις προσλαμβάνουσες εικόνες, όχι στην ερμηνεία αυτών και στη θέση που θα πάρει το κάθε άτομο απέναντί τους. Δεν έχουν καν την ίδια πρόσληψη της πραγματικότητας, ώστε να μπορούν καταρχάς να συζητούν πάνω στις ίδιες πληροφορίες και στα ίδια δεδομένα. Και ας έχουν μετά και διαφορετικές απόψεις και συγκρούσεις κλπ. Το χάσμα δηλαδή είναι τεράστιο και αγεφύρωτο.
Στη σειρά οι γονείς και τα παιδιά ζουν σε τελείως διαφορετικές πραγματικότητες. Ο ένας γιος ζει, μάλλον μαζί με τους συνομηλίκους του, στον κόσμο των σόσιαλ, όπου τα κορίτσια βομβαρδίζονται από ριζοσπαστικά φεμινιστικά μηνύματα και τα αγόρια προσπαθούν αντιδράσουν, να βρουν νόημα, επηρεαζόμενα από μηνύματα τοξικότητας τύπου Άντριου Τέητ. Και οι γονείς δεν έχουν άποψη για αυτό, όχι γιατί συμφωνούν ή διαφωνούν και η διαφορά ηλικίας δυσκολεύει την επικοινωνία, αλλά γιατί δεν ξέρουν καν ότι αυτό συμβαίνει!
Ζουν στα ίδια σπίτια αλλά σε διαφορετικές πραγματικότητες και αυτό πηγαίνει πολύ πιο πέρα από την παραδοσιακή απόσταση που έχει ένας έφηβος από τους γονείς του. Πάντα οι έφηβοι είχαν τμήματα της ζωής τους κρυφά από τους γονείς τους, αυτό δεν είναι νέο. Πάντα οι νέοι είχαν δικό τους λεξιλόγιο. Αντιδρούσαν στους γονείς, όχι από μίσος, αλλά γιατί οι γονείς ήταν αυτοί που έθεταν τα όρια και οι νέοι προσπαθούσαν να τα δοκιμάσουν! Εδώ πλέον η γέφυρα δεν υπάρχει ανάμεσα στις δύο πλευρές ώστε να προσπαθήσουν καν να τη διαβούν και να συναντηθούν.
Αναδεικνύεται μια κοινωνία εφήβων όπου ο ένας προσβάλει τον άλλο και η περιθωριοποίηση λαμβάνει χώρα στον άυλο κόσμο των κοινωνικών δικτύων με κωδικοποιημένα μηνύματα συμπυκνωμένα σε εικονίδια. Η εφηβική ανώριμη αδεξιότητα γίνεται σκληρότητα που εκφράζεται εν κρυπτώ και -το χειρότερο- χωρίς διαλείμματα. Είναι στο χέρι τους, στο κινητό που κρατάνε, στον υπολογιστή τους, ασταμάτητη και ανεξέλεγκτη γιατί κανείς ενήλικος δε γίνεται μάρτυράς της. Μέχρι να συμβεί μια έκρηξη.
Ειδικά σχετικά με την έκρηξη αυτή, η σειρά ίσως και να λαϊκίζει λιγάκι γιατί εφευρίσκει ένα πραγματικά ακραίο γεγονός για να στήσει την πλοκή της. Μια δολοφονία κοπέλας από ένα αγόρι γιατί αυτό αισθάνθηκε ταπείνωση και απομόνωση. Θα μου πείτε, μυθοπλασία είναι, ό,τι θέλει κάνει. Ναι, αλλά είναι μυθοπλασία που έχει ρητά κοινωνικό σκοπό, ο δημιουργός της το έχει δηλώσει, δεν είναι κάτι που προέκυψε συμπτωματικά. Κάλλιστα, λοιπόν, θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς αμέτρητα άλλα σενάρια όπου οι όροι του δράματος να είχαν κάπως αντιστραφεί. Πχ ο νέος να είχε οδηγηθεί στον τερματισμό της δικής του ζωής αντί στη βία ενάντια σε κάποιον άλλο. Υπερβολή λέτε; Ας πάμε επιτέλους σε αυτό που σας υποσχέθηκα στην αρχή και ας κάνουμε τη σύνδεση με το δεύτερο μισό του τίτλου του άρθρου αυτού: Η Γενιά του Άγχους.
Κυκλοφορεί πρόσφατα και στα Ελληνικά το βιβλίο του Johnathan Haidt “Η Γενιά του Άγχους” (“The Anxious Generation”). Ο ίδιος συγγραφέας, εξελικτικός/κοινωνικός ψυχολόγος, έχει γράψει επίσης τα εξαιρετικά “The Happiness Hypothesis”, ” The Righteous Mind” (αν πρόκειται να διαβάσετε ένα βιβλίο αυτή τη δεκαετία με σκοπό να καταλάβετε τους ανθρώπους γύρω σας, ας είναι αυτό) και το “The Coddling of the American Mind”.
Στη Γενιά του Άγχους, για να το περιγράψω εξαιρετικά συμπυκνωμένα, κάνει την παρατήρηση ότι στο δυτικό κόσμο (με την ευρεία έννοια: ΗΠΑ, Αυστραλία, Δυτική Ευρώπη) υπάρχει από το 2010 και μετά ραγδαία αύξηση περιστατικών ψυχικών διαταραχών και κατάθλιψης στα νέα παιδιά. Και κάνει την υπόθεση ότι η επιδραστικότερη αιτία αυτών είναι η μεταστροφή από την ανάπτυξη των παιδιών ως μια διαδικασία ελεύθερου παιχνιδιού σε μια διαδικασία με έντονη επιρροή από το διαδίκτυο και τα κοινωνικά δίκτυα. Ορόσημο είναι η εποχή μετά το 2010 όπου πρακτικά όλα τα παιδιά από μικρή ηλικία έχουν πλέον δικό τους κινητό και ανεξέλεγκτη πρόσβαση στα μέσα αυτά.
Προσωπικά στο ίδιο πνεύμα θα πρόσθετα και μερικές άλλες παραμέτρους όπως: ο ασφυκτικός υπερπροστατευτισμός των σύγχρονων γονέων, που δεν αφήνει χώρο να αναπτυχθούν χρήσιμες άμυνες και δεξιότητες στα παιδιά τους, η συνεχής εγρήγορση για ψυχολογικά προβλήματα και μικρο-διαταραχές που πρέπει πάση θυσία να αντιμετωπιστούν, που ίσως τείνει σε φαινόμενα υπερ-διόρθωσης, η εντατική προσπάθεια βελτιστοποίησης κάθε πράξης και κάθε επιλογής της ζωής των παιδιών, που κάνει κάθε απόφαση να φαντάζει κρίσιμη για το μέλλον τους και κάθε λοξοδρόμηση ως αποτυχία ζωής, οι τεράστιες προσδοκίες που προβάλουν οι γονείς στα παιδιά και η προφανής πίεση που αυτό μπορεί να ασκήσει και, τέλος, η συνεχής κατήχηση ότι ο κόσμος μας πάει κατά διαόλου (ο πλανήτης καταστρέφεται, η παγκόσμια υπερθέρμανση, δεν έχουμε ελευθερία, η δημοκρατία απέτυχε, τα δύο φύλα βρίσκονται σε μια συνεχή πάλη τάξεων, το παρελθόν μας είναι αποικιοκρατικό και χρωστάμε στους λαούς που καταπιέσαμε κλπ).
Πλάθουμε δηλαδή αδύναμους και αδέξιους χαρακτήρες και τους πετάμε σε μια αρένα όπου τους έχουμε υποσχεθεί λιοντάρια. Ένα ολοένα και αυξανόμενο ποσοστό αυτών μοιραία λυγίζει! Άλλο ένα ποσοστό, ενώ δε θα συναντήσει λιοντάρια, θα λυγίζει ακόμη και μπροστά σε γάτες. Μπορεί κανείς να φέρει το αντεπιχείρημα ότι, αντί να κάνουμε τους ανθρώπους πιο δυνατούς, ας κάνουμε τη ζωή πιο εύκολη. Όμως αυτή η λογική χάσκει γιατί δεν ελέγχουμε όλη την πραγματικότητα γύρω μας και οι κοινωνικές αλλαγές δε συμβαίνουν μαγικά από τη μια στιγμή στην άλλη. Ήδη άλλωστε έχουμε ζήσει γιγαντιαίες θετικές αλλαγές μέσα σε λιγότερο από έναν αιώνα (αναφέρομαι στην εποχή μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τον οποίο φαίνεται, δυστυχώς, να έχουμε ξεχάσει και ξεπεράσει με επώδυνο πλέον τρόπο, αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση).
Σταματώ τη δική μου παρέμβαση των τελευταίων δύο παραγράφων στο βιβλίο του Haidt και συνεχίζω με τα δικά του ευρήματα. Μπορείτε να τον απολαύσετε και οι ίδιοι καθώς, πέρα από τα βιβλία του, είναι διαθέσιμες πολλές ομιλίες του online, πχ εδώ μπορείτε να παρακολουθήσετε στα πρώτα 30 λεπτά τον ίδιο να περιγράφει την κεντρική ιδέα του βιβλίου του. Δώστε λίγη προσοχή σε φράσεις-κλειδιά όπως “play-based childhood was replaced suddenly by phone-based childhood” και “we have overprotected our children in the real world and have underprotected them online” και “the great rewiring of childhood”:
Αλλά δεν πρόκειται για μια θεωρητική υπόθεση. Ο Haidt βρίσκει νούμερα και τα μελετά και βγάζει ενδιαφέρονται συμπεράσματα. Μέχρι το 2012 δεν παρατηρείται κάποια ιδιαίτερη αυξομείωση στα στατιστικά ψυχικών διαταραχών των εφήβων. Αλλά από το 2012 και έπειτα τα ποσοστά κατάθλιψης και αγχώδους διαταραχής εκτοξεύονται. Στοιχεία από τα γραφεία ψυχολογικής υποστήριξης των πανεπιστημίων της Αμερικής:
Ένα στα τρία κορίτσια έχουν υποφέρει ένα σημαντικό περιστατικό κατάθλιψης, κάτι που σημαίνει ότι έχουν σκεφτεί ακόμη και την εκδοχή της αυτοκτονίας:
Τα νούμερα κοριτσιών με πραγματικά καταγεγραμμένα στα επείγοντα νοσοκομείων περιστατικά αυτοτραυματισμών σχεδόν τριπλασιάζονται. Είναι κλινικά περιστατικά, όχι απλές προσωπικές εκτιμήσεις:
Επιπλέον παρατηρείται σημαντική αύξηση στα ποσοστά αυτοκτονιών, στις οποίες τα αγόρια έχουν μεγαλύτερα νούμερα, γιατί οι απόπειρές τους είναι, δυστυχώς αυτή είναι η αλήθεια, πιο βίαιες και με μεγαλύτερες πιθανότητες να αποβούν πράγματι μοιραίες.
Δείτε την παρουσίασή του κι ακόμη καλύτερα διαβάστε το βιβλίο του. Εξηγεί τα παραπάνω δεδομένα πολύ πιο αναλυτικά και τακτοποιημένα και -πιστεύω- πειστικά με δεδομένα και παραδείγματα. Εξηγεί πώς περάσαμε σε μια ανάπτυξη νέων παιδιών αφύσικη. Οι προθέσεις μας ήταν καλές αλλά κάποια πράγματα ξέφυγαν από τον έλεγχο και αφήσαμε τα νέα παιδιά ανοχύρωτα σε έναν αχανή και επικίνδυνο κόσμο, αυτό του διαδικτύου και των κοινωνικών δικτύων, έναν κόσμο που δε γνωρίζαμε και αναπτυσσόταν κι αυτός γύρω μας προτού μπορέσουμε καλά-καλά να τον χωνέψουμε.
Το επιχείρημα είναι τόσο διαισθητικά λογικό που ίσως μοιάζει και απλοϊκό. Αλλά ίσως τελικά είναι αυτό που βρίσκεται τόσον καιρό κάτω από τη μύτη μας, όλοι το ξέρουμε, αλλά αδυνατούμε να ακουμπήσουμε μουδιασμένοι περιμένοντας ποιος θα κάνει την πρώτη κίνηση. Μέχρι κάποιος να το δείξει, να το πει με το όνομά του και να προτείνει κάποια δημιουργική αντίδραση.
Κι ακόμη, δεν πρόκειται για ένα φαινόμενο που αφορά αποκλειστικά τους σκληρούς μπαμπάδες που δεν αγκαλιάζουν τα αγόρια τους και αυτά μεγαλώνουν ως τοξικοί άνδρες που θα σκοτώνουν και θα κακοποιούν κορίτσια. Αφορά όλα τα νέα παιδιά που βιώνουν μια αφύσικη για ανθρώπινα όντα ενηλικίωση και εκτίθενται πολύ νωρίς σε κινδύνους που δε μπορούν να διαχειριστούν, ενώ δεν προετοιμάζονται για την πραγματική ζωή. Ακούγεται σαν το μονόλογο ενός μπούμερ, αλλά καμιά φορά κι αυτοί έχουν δίκιο.
Update 1:
Σήμερα 03/04/204 έπεσε στα χέρια μου Πανελλήνια έρευνα του ΕΠΙΨΥ από το 2022 σχετικά με την ψυχική υγεία των εφήβων, με το εξής δραματικό (αν είναι πραγματικό και όχι φουσκωμένο) στατιστικό:
Περισσότεροι από ένας στους τρεις 15χρονους μαθητές (34,1%) αναφέρουν ότι έχουν σκεφτεί, έστω και μία φορά, να βλάψουν τον εαυτό τους ενώ ένας στους επτά (13,7%) απαντούν ότι έχουν κάνει έστω και μία απόπειρα αυτοκτονίας – με έναν στους 5 εξ αυτών να έχει χρειαστεί ιατρική περίθαλψη.
“Η Πανελλήνια Έρευνα του ΕΠΙΨΥ για τις Συμπεριφορές που Συνδέονται με την Υγεία των Εφήβων-μαθητών εκπονείται από το 1998 ανά 4ετία ως το εθνικό σκέλος του διεθνούς ερευνητικού προγράμματος Health Behaviour in School-aged Children (www.hbsc.org), το οποίο τελεί υπό την αιγίδα του Π.Ο.Υ. Στην έρευνα του 2022 συμμετείχε πανελλήνιο αντιπροσωπευτικό δείγμα 6250 μαθητών της ΣΤ΄ Δημοτικού, της Β΄ Γυμνασίου και της Α΄ Λυκείου […] Η έρευνα χρηματοδοτήθηκε μερικώς από το Υπουργείο Υγείας.”
Update 2:
Στο ίδιο θέμα διαβάζω με πολύ ενδιαφέρον στο άρθρο του Δρ. Θεόδωρου Παπαγαθονίκου, Λέκτορα Ψυχολογίας και Διδάκτωρ του Κέντρου Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου του Λονδίνου (Queen Mary University of London):
“Το να υποθέσει κάνεις ότι μπορεί ένας έφηβος μεγαλωμένος σε μία μη κακοποιητική οικογένεια να διαπράξει φόνο χωρίς να υπάρχει σοβαρή διαταραχή προσωπικότητας, είναι μία επικίνδυνη και κυρίως αντιεπιστημονική υπεραπλούστευση.”
Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 ήταν μια επανάσταση εθνική, φιλελεύθερη, δημοκρατική, με σαφείς στόχους από τις πατριωτικές ελίτ που την οργάνωσαν και μεγάλη λαϊκή συμμετοχή, ήταν επιτυχημένη αλλά και πρωτοποριακή στο ευρωπαϊκό διεθνές πλαίσιο όπου διαδραματίστηκε. Ήταν η πρώτη εξέγερση ευρωπαϊκού έθνους κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με σκοπό την αναγνώριση της ταυτότητάς του σε ένα εθνικό κράτος, δηλαδή μια πράξη βαθιά νεωτερική.
Η Ελληνική Επανάσταση κινητοποίησε τον λαό που κατοικούσε στις επαναστατημένες περιοχές και ξεσηκώθηκε την Άνοιξη ή το Καλοκαίρι του 1821 […] Οι περισσότεροι από τους χωρικούς […] δεν είχαν ποτέ ακούσει ή κατανοήσει τη λέξη «Έλληνας». Αν και οι πιο πολλοί μιλούσαν κάποια εκδοχή της ελληνικής γλώσσας, πολλοί άλλοι μιλούσαν Αλβανικά, Βλάχικα ακόμα και Σλαβικά. Όλοι, όμως, αυτοί υιοθέτησαν ένα ελληνικό επαναστατικό πρόγραμμα ή μάλλον βρήκαν θέση μέσα σ’ αυτό.
Η εθνική τους συνείδηση διαμορφώθηκε μέσα στο πλαίσιο του ιδιαίτερα πετυχημένου, αν και συκοφαντημένου, Νεοελληνικού Διαφωτισμού […] Η επιτυχία τους ήταν τόσο εντυπωσιακή που μέσα σε λιγότερο από έναν χρόνο οι επαναστατημένοι δεν αισθάνονταν απλώς Ελληνες αλλά μπορούσαν να κατανοήσουν και να χρησιμοποιήσουν έννοιες όπως «εθνική ανεξαρτησία», «σύνταγμα», «ευνομία.»
[…] το αυτοκρατορικό πλαίσιο αρχίζει να έχει ρωγμές μετά την Αμερικανική και κυρίως μετά τη Γαλλική Επανάσταση και τους Ναπολεόντειους πολέμους […] Προφανώς είναι πρώτα και κύρια μια εθνική επανάσταση. Ο βασικός στόχος των επαναστατών ήταν η δημιουργία ενός εθνικού κράτους.
[…] δεν υπάρχει σήμερα ούτε ένα σημείο που να συμμετείχε ενεργά στην Επανάσταση, να πήραν δηλαδή οι Ρωμιοί εκεί τα όπλα, και να μην ανήκει πλέον στην επικράτεια του Ελληνικού κράτους.
[…] η Επανάσταση ήταν επίσης Φιλελεύθερη και Δημοκρατική, δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς καθώς οι ελληνικές ελίτ (ιδίως οι διανοούμενοι), ήταν επηρεασμένες από τα ευρωπαϊκά πολιτικά ρεύματα.
Ο στόχος τους δεν ήταν απλώς να αποσείσουν την Οθωμανική κυριαρχία αλλά να ιδρύσουν ένα εθνικό νεωτερικό κράτος που θα αποτελούσε μια πρώιμη μορφή αυτού που ονομάζουμε σήμερα «φιλελεύθερη δημοκρατία»
Πέτυχαν να υιοθετήσουν το πιο φιλελεύθερο και δημοκρατικό Σύνταγμα στον κόσμο, το Σύνταγμα της Τροιζήνας […] οι Έλληνες διεκδίκησαν και απέκτησαν ξανά Σύνταγμα, το 1843, πολύ νωρίτερα από πολλά ευρωπαϊκά έθνη (που διεκδίκησαν Συντάγματα το 1848)
Με το Σύνταγμα του 1864 οι Έλληνες βρέθηκαν στην πρωτοπορία της Φιλελεύθερης Δημοκρατίας. Δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό αλλά η νεότερη και σύγχρονη Ελλάδα έχει μια από τις μακροβιότερες ιστορίες αντιπροσωπευτικών θεσμών στον κόσμο. Αυτή είναι η πολιτική, η θεσμική και η ιδεολογική κληρονομιά της Ελληνικής Επανάστασης.
Η Ελληνική Επανάσταση πέτυχε κυρίως γιατί ο ελληνικός λαός, που σήκωσε το μεγαλύτερο βάρος του Αγώνα, άντεξε σχεδόν εννιά χρόνια. Αν διαβάσετε τα απομνημονεύματα, τις αναφορές, την αλληλογραφία, τα κείμενα των φιλελλήνων, θα διαπιστώσετε πόσο δύσκολη, επικίνδυνη και συχνά οδυνηρή ήταν η καθημερινότητα για όσες και όσους ζούσαν στον επαναστατημένο χώρο […]
Αξίζει να τη γιορτάζουμε!
Σήμερα, πρέπει να μεταστρέψουμε τη γραφικότητα του αφηγήματος, όπως αυτό παραδόθηκε μεταπολιτευτικά, σε ένα νέο αφήγημα υπερηφάνειας και ενότητας. Γιατί πράγματι, η Ελληνική Επανάσταση του 1821 έχει πολλή λανθάνουσα αξία, που δεν της αξίζει η αποδόμηση και απομυθοποίηση στην οποία την έχουμε υποβάλει. Δύσκολα πράματα σε καιρούς ακραίας πόλωσης.
Image credit: Επεισόδιο του Ελληνικού αγώνα, από τον Eugene Delacroix (1856). |Εθνική Πινακοθήκη
Η τραγωδία στα Τέμπη έχει οξύνει απίστευτα το δημόσιο λόγο, σε ένα βαθμό δικαίως. Το πνεύμα των καιρών λέει ότι δεν υπάρχει εμπιστοσύνη στους θεσμούς, στη δικαιοσύνη, στο κράτος. Είναι όμως αυτό αληθινό; Και είναι κάτι που συνέβη τώρα, με τα Τέμπη και με τη διαχείριση του ζητήματος από την κυβέρνηση και τη δικαιοσύνη;
Θα κάνω ένα βήμα πίσω. Έστω ότι είμαστε μια μέρα πριν τα Τέμπη και η τραγωδία δεν έχει συμβεί. Πού βρισκόμαστε; Σε μια χώρα που έχει διανύσει 50 χρόνια Μεταπολίτευσης, με ένα κράτος υδροκέφαλο, επιδοματικό, δυσλειτουργικό, πελατειακό, που κουβαλά παθογένειες διαχρονικές και με ευθύνες εξίσου διαχρονικές.
Ένα κράτος που δεν υπηρετεί τον πολίτη αλλά συναλλάσσεται με αυτόν, με τις συντεχνίες του, που συντηρεί μια οικονομία κρατικίστικη, επιδοτήσεων, διορισμών, διαφθοράς. Πόσοι μπορούν πραγματικά να πουν ότι αυτό δεν είναι αληθές και πόσοι μπορούν πραγματικά να πουν ότι δεν έχουν συμμετάσχει και οι ίδιοι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, με ενεργό ρόλο ή ανοχή, σε αυτή την εθνική ρεμούλα των δεκαετιών που πέρασαν;
Πόσοι δεν έχουν δεχτεί καθημερινά τη δυσλειτουργία αυτή ως κάτι το φυσικό και ανίκητο; Ίσως και να είναι ανίκητη. Δε μας κατηγορώ. Ίσως και να νικιέται πάρα μα πάρα πολύ αργά κι επίπονα. Οι μεγάλες κοινωνικές αλλαγές έτσι είναι: αργές κι επίπονες. Ακόμη πιο επίπονες είναι οι γρήγορες και απότομες, οι επαναστατικές. Δε θες να είσαι η γενιά της επανάστασης, του μεγάλου αγώνα, του παγκοσμίου πολέμου, η γενιά της θυσίάς. Θες να είσαι τα παιδιά της που θα ζήσουν την εποχή της ανόδου, όπου όλα θα έχουν μια θετική κατεύθυνση και θα υπάρχει ελπίδα.
Μια μέρα πριν τα Τέμπη λοιπόν, αν κάποιος κοιτάξει το ελληνικό κράτος σε οποιαδήποτε γωνιά του, θα διαπιστώσει όλες τις παθογένειες που κάνουν μια τέτοια τραγωδία εφικτή. Αρκεί να συντρέξουν ταυτόχρονα πέντε-δέκα συνθήκες που θα μετατρέψουν σε τραγωδία αυτό με το οποίο καθημερινά γελάμε λίγο πικρόχολα, λίγο αμήχανα, και το προσπερνάμε από συνήθεια.
Ένας άνθρωπος που ίσως έχει προσληφθεί χωρίς να έχει τις απαραίτητες ικανότητες. Ένα σύστημα που δεν έχει συντηρηθεί σωστά και συνήθως κουτσο-λειτουργεί. Ένας μοχλός που τραβήχτηκε λάθος. Μια σύμβαση που πήρε εκατό παρατάσεις και προέκυψε από ένα διαγωνισμό με χίλιες ενστάσεις και δεν ολοκληρώθηκε. Αυτό το “δε θέλει πολύ” που το λέμε εν τη ρύμη του λόγου δε συμβαίνει κάθε μέρα. Μια φορά θα συμβεί και γραφικός που το θυμίζει τον καλό καιρό θα δικαιωθεί. Ένα εκατομμύριο φορές η προχειρότητα θα προκαλεί από μειδίαμα μέχρι μικρές ταλαιπωρίες και την εκατοστή μυριοστή πρώτη θα προκαλεί τραγωδίες.
Η τραγωδία στα Τέμπη και οι αντιδράσεις που ξεσηκώνει (με κάποιες από τις οποίες έχω αντιρρήσεις) φαίνεται ότι μπορεί να δράσει καταλυτικά και ως επιταχυντής και για πολιτικές εξελίξεις. Το πάγιο ερώτημα που ψυχρά και σκληρά θα μένει μέχρι την επόμενη φορά είναι πότε επιτέλους θα αντιμετωπίσουμε το κράτος ως ένα σύστημα με διαδικασίες που τηρούνται και ελέγχονται.
Μια κυβέρνηση, καλώς ή κακώς, μπορεί να προσπαθήσει να πείσει ότι πράγματι αναγνωρίζει καταρχάς το βαθύ, διαρθρωτικό πρόβλημα και ότι κάνει κινήσεις για να το διορθώσει και να ζητήσει την εμπιστοσύνη του λαού για αυτό σε εκλογές. Μπορεί να ακούγεται φτωχό μπροστά στις προσδοκίες μας αλλά είναι το καλύτερο που μπορούμε να έχουμε.
Featured image credit: “File:Tragedia en Santiago de Compostela (c).jpg” by Contando Estrelas from Vigo, España / Spain is licensed under CC BY 2.0. To view a copy of this license, visit https://creativecommons.org/licenses/by/2.0/?ref=openverse.
Η εποχή Τραμπ, με την Ευρώπη να βρίσκεται σε δύσκολη θέση, φιλτραρισμένη μέσα από ένα ισχυρό φίλτρο τοπικών ιδιαιτεροτήτων, όπως η τραγωδία των Τεμπών στην Ελλάδα, πολώνει το δημόσιο διάλογο σε βαθμό ακραίο και τοξικό. Ο χώρος για διάλογο και επικάλυψη απόψεων, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια κάποια συναίνεση, συρρικνώνεται επικίνδυνα. Ο μέσος χώρος εξαφανίζεται.
Ταυτόχρονα έχουμε ένα τεράστιο αντισυστημικό κύμα να αναπτύσσεται στην Ελλάδα από την αρχή της οικονομικής κρίσης, 15 χρόνια πλέον. Το σάπιο πολιτικό σύστημα, όλοι τα παίρνουν, δεν υπάρχει δικαιοσύνη, η χούντα δεν τελείωσε, από τύχη ζούμε κλπ. Εύκολες και συνθηματικού τύπου κρίσεις, που ισοπεδώνουν το δημόσιο διάλογο αλλά και έχουν μεγάλη συναισθηματική δύναμη που ασκείται επιδραστικά σε περιόδους κρίσεις.
Αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν καίρια αιτήματα που προκύπτουν από την εποχή. Στο παγκόσμιο επίπεδο το αίτημα για μια ισχυρή και ενωμένη Ευρώπη, που θα στηρίξει την Ουκρανία και θα ορθώσει ανάστημα απέναντι, όχι μόνο σε Ρωσία και Κίνα αλλά και στις ΗΠΑ του Τραμπ, είναι πιστέυω οπωσδήποτε επίκαιρο. Σε τοπικό επίπεδο το αίτημα για μια κρατική αναδιάρθωση στην κατεύθυνση ενός λειτουργικού, ευρωπαϊκού τύπου κράτους, αν και πάντα επίκαιρο, πάγωσε κάπως με την κρίση, αλλά επανήλθε πάρα πολύ καυτό.
Αλλά ακόμα και σε αυτή την περίοδο, που μοιάζει μεταβατική, που έχει στοιχεία πραγματικά ευρείας και παγκόσμιας κρίσης, δε μπορώ να μην εκφράσω την απογοήτευσή μου για την οξεία πόλωση και το φτηνό αντισυστημισμό που παρατηρώ. Είναι λες και όλες οι πλευρές έχουν μετατραπεί σε social justice warriors αλλά με τη δική της ατζέντα η καθεμιά. Ολοένα και περισσότερο βλέπεις συζητήσεις που δεν αφήνουν χώρο για αντίρρηση, που δηλώνουν ευθύς εξαρχής ότι οι αντιρρησίες θα μπλοκάρονται, ότι η αντίθετη άποψη είναι άποψη ηλιθίων. Δεν είναι διάλογος, είναι στείρα αντιπαράθεση. Πολύ δύσκολα μπορείς πλέον να συζητήσεις να βρεις σημεία προσέγγισης.
Ταυτόχρονα βρέχει πληροφόρηση και παραπληροφόρηση. Έχουμε όλοι γίνει πραγματογνώμονες που μελετούν κάθε λεπτομέρεια που βγαίνει στην επιφάνεια αλλά χωρίς να έχουμε τη δυνατότητα να την αξιολογήσουμε επιστημονικά. Τη στιγμή που οι ειδικοί δεν είναι σίγουροι και που ίσως δεν είναι δυνατόν να είναι σίγουροι ελλείψει αδιαμφισβήτητων. Πολλοί από τους τελευταίους μιλούν επίσης πολωμένα.
Πολλοί από αυτούς είναι, κατά τα άλλα, έξυπνοι και ικανοί άνθρωποι. Χάνοντάς τους χάνουμε κάθε τελευταία ικανόητα για διάλογο. Και χωρίς ψύχραιμο διάλογο ο χώρος ανοίγει για λαϊκιστικές και αντισυστημικές προσεγγίσεις. Αυτό στις ΗΠΑ έγινε. Ο Τραμπ βγήκε ποντάροντας στο αφήγημα ότι το κράτος απέτυχε πλήρως και αυτός θα το σαρώσει με τις εκ βάθρων μεταρρυθμίσεις του. Αυτό σας υποσχέθηκα, λέει, και είμαι κι ο πρώτος πρόεδρος που θα κάνει αυτό ακριβώς που υποσχέθηκε. Να μη σας φαίνεται και περίεργο! Εκφράζω τη βούληση του λαού, λέει. Και είμαι και υπεράνω του νόμου!
Όταν λοιπόν ο μέσος χώρος εξαφανίζεται και η πόλωση διογκώνεται, δεν έχουμε να περιμένουμε μια δημιουργική αλλαγή. Έχουμε να περιμένουμε μια αντισυστημική και λαϊκιστική λύση να μας χτυπάει την πόρτα. Έχουμε να περιμένουμε μια κορύφωση της κρίσης, όχι μια αποκλιμάκωση. Για πολλούς αυτό μπορεί να φαντάζει ως μια δημιουργική ρήξη. Ας ρίξουν μια ματιά στην Αμερική. Ας ρίξουν μια ματιά στην Ουκρανία. Ας θυμηθούν το 2015.
Featured image credit: “Hellenic Parliament from high above” by Gerard McGovern is licensed under CC BY 2.0. To view a copy of this license, visit https://creativecommons.org/licenses/by/2.0/?ref=openverse.
Αυτή ήταν ανέκαθεν η μαγεία των κοινωνικών δικτύων, από την εποχή των λιστών και των φόρουμ. Μπορεί να γνωριζόσουν με κάποιον άνθρωπο που δε θα είχες γνωρίσει διαφορετικά. Μπορεί απρόσμενα να πετύχαινες μια συζήτηση που δε θα είχες κάνει διαφορετικά. Και για ένα θέμα που σας ένωνε ένα κοινό ενδιαφέρον. Δεν έχει χαθεί ακόμη αυτή η ιδιότητα, αν και είναι κάπως πιο δύσκολο να τη διακρίνει κανείς στην υπερπληθώρα πληροφορίας του σήμερα.
Να που ένας άγνωστος στο X (ex Twitter) ρώτησε κάτι που μου τράξηβε το μάτι: “To all mature men who are 30+, please name one mistake you have made in your life so a young man may never repeat. It can be about anything!”. Δράττομαι της ευκαιρίας να του απαντήσω, λοιπόν, και να στείλω ένα μήνυμα στο μελλοντικό 30χρονο γιο μου.
If you believe in meaningful human relationships, family is one of the deepest ones. Maybe it’s not for everyone, but it’s only you who can decide that for yourself. And you only live once. You might regret some stuff, because relationships mean compromises, but regrets early in life are much lighter than regrets later on, when you are -hopefully- wiser.
Αντίθετα με πολλούς ανθρώπους που βλέπουν καθαρές απαντήσεις στα ερωτήματα που αφορούν τον κοινό μας βίο εγώ βλέπω παντού ιδιαιτερότητες και λεπτομέρειες που με τοποθετούν συνέχεια σε μια μέση, σε ένα κέντρο. Αυτό είναι ενός τύπου ιδεολογία. Όμως υπάρχει και κάτι άλλο: η πολιτική πυξίδα. Η κατεύθυνση, δηλαδή, στην οποία θα ήθελα να προχωρά η κοινωνία μας.
Γιατί δεν πιστεύω στις απότομες και ριζοσπαστικές αλλαγές. Πιστεύω στις αλλαγές που αναδύονται μέσα από αργές και οργανικές κοινωνικές διεργασίες. Ακόμη και αλλαγές που μοιάζουν ριζοσπαστικές στεριώνουν επειδή οι κοινωνίες έχουν προηγουμένως ζυμωθεί και εξελιχθεί ώστε να τις επιθυμούν και να τις ενσωματώσουν ομαλά. Ας πούμε στην Ελλάδα η Μεταπολίτευση, που ήταν μια μεγάλη αλλαγή, δεν άλλαξε την κοινωνία, η κοινωνία ήταν ώριμη να τη δεχτεί.
Προτιμώ, επομένως την έννοια της πολιτικής πυξίδας που κοιτά προς μια κατεύθυνση αλλά δεν εύχεται μια άμεση, πιθανώς βίαιη, αλλαγή. Εύχεται και υποστηρίζει μια σταδιακή αλλαγή που όμως έχει σαφή πορεία. Πιστεύω ότι χρειαζόμαστε κοινωνίες πιο φιλελεύθερες, με μικρότερα κράτη, πιο ευέλικτα, που δίνουν μεγαλύτερες ελευθερίες στους πολίτες τους αλλά που όμως να λειτουργούν ουσιαστικά διαφυλάττοντας και εφαρμόζοντας τους νόμους.
Αυτή τη στιγμή, στις ΗΠΑ του Τραμπ, πολλές από αυτές τις ιδέες (πχ το αίτημα για μικρότερο κράτος) παιρνούν μέσα από βίαιες και μη θεσμικές διεργασίες που φθείρουν την εμπιστοσύνη στη δημοκρατία και στο πολίτευμα που βασίζεται στη διάκριση των εξουσιών και στον έλεγχό τους. Αυτή η φθορά βλάπτει τόσο τη δημοκρατία όσο και τον όποιο φιλελευθερισμό συμπαρασύρουν κατά τόπους ο οποίος θα δαιμονοποιηθεί τα χρόνια που έρχονται. Και είναι κρίμα.
Image credit: “Donald Trump Signs The Pledge” by Michael Vadon is licensed under CC BY-SA 2.0. To view a copy of this license, visit https://creativecommons.org/licenses/by-sa/2.0/.
Το International Design Conference στο Άσπεν του Κολοράντο, που ξεκίνησε το 1951, ήταν μια εμπορική έκθεση που φιλοδοξούσε να συνδυάσει τη μοντέρνα τέχνη, το ντηζάιν και το εμπόριο, καθώς ήταν σαφές ότι το τελευταίο θα μπορούσε να ενισχυθεί από τα δύο πρώτα. Το 1983 βρέθηκε εκεί ο Στιβ Τζομπς, ο συνιδρυτής της Apple για να δώσει μια ομιλία απευθυνόμενος στους ντηζάινερς της εποχής και να τους εμπνεύσει να ασχοληθούν με τις νέες καικαταπληκτικές τεχνολογίες που αναδύονταν και ο ίδιος πρέσβευε.
Τους είπε τα παρακάτω:
Μίλησε για την επανάσταση των προσωπικών υπολογιστών με όρους τεχνολογικής επανάστασης και κάνοντας παραλληλισμούς με τη βιομηχανική επανάσταση και την εξέλιξή της.
Είπε πως οι υπολογιστές είναι εργαλεία που έχουν ανάγκη από καλό ντηζάιν και κάλεσε τους παρευρισκόμενους να ασχοληθούν με αυτούς επαγγελματικά. Θέλουμε απλώς σπουδαίους ανθρώπους να μας βοηθήσουν, είπε, αφού επισήμανε το ανοιχτό πνεύμα εργασίας στη Σίλικον Βάλεϊ της εποχής.
Οραματίστηκε μια εποχή όπου οι μηχανές θα μπορούν “να αντιλαμβάνονται το υποκείμενο πνεύμα ενός συνόλου λέξεων” και θα μπορούν να μας απαντούν με βάση αυτό με νέες πληροφορίες.
Αναφέρθηκε στο Aspen Movie Map, ένα πείραμα του MIT από το 1978, όπου ο χρήστης πλοηγείται στην πόλη μέσα από πραγματικές εικόνες των δρόμων και με δυνατότητα να στρίβει στους δρόμους.
Ρωτήθηκε πώς θα συνεργάζονται τόσοι υπολογιστές μεταξύ τους και απάντησε ότι θα δημιουργηθούν κοινότητες ανθρώπων που θα συνεργαστούν και θα αναπτύξουν τα απαραίτητα πρωτόκολλα.
Εξήγησε πώς το λογισμικό μπορεί να λειτουργήσει ως μια ξεχωριστή οικονομία πάνω στην πλατφόρμα υλικού των προσωπικών υπολογιστών. Κάτι που χρωστάμε εν πολλοίς στον Μπιλ Γκέιτς.