Ανήμερα 15αύγουστος. Επιστροφή από την Πετάλη, δυσπρόσιτη μα κρυστάλλινη παραλία στην κεντρική, ανατολική Εύβοια. Ο μισός δρόμος χώμα. Το μισό μέσα στο αμάξι. Το άλλο μισό πάνω του. Σχεδόν χαμένοι στα βουνά, σταματάμε σε ερημικό ξωκκλήσι. Ερημικό συνήθως, γιατί τώρα εκεί 20 άνθρωποι κάνουν πανηγύρι. Προφανώς το ξωκκλήσι είναι κάποια από τις χιλιάδες “Παναγίες”. “- Πώς πάμε για Κύμη;“, ρωτάμε με κατεβασμένο παράθυρο. “- Κατέβα να το αναλύσουμε“, λέει κάποιος. Δεν το πιάνω με την πρώτη. “- Προς Κύμη θέλουμε να πάμε“, φωνάζουμε. “- Κατέβα να σου βάλουμε μια παγωμένη και να το αναλύσουμε“, επαναλαμβάνει.
Κατεβαίνουμε.
Κερνάνε παγωμένη μπύρα, μας εύχονται, τους ευχόμαστε, γελάμε και γελάνε.
Μας δείχνουν το δρόμο. Το αναλύουμε.
Με τι όρεξη, με τι διάθεση και τι κουράγιο πήραν τα βουνά, μέσα στο λιοπύρι, μέρες πριν να ασπροβάψουν το ξωκκλήσι, μετά να το λειτουργήσουν και να στήσουν το γλέντι στην αυλή του με κάνει να απορώ και να θαυμάζω. Θρήσκος ουδόλως είμαι, αλλά την ομορφιά έχω μάτια και τη βλέπω. Λίγο από αυτό το μεράκι και αυτή την αποφασιστικότητα να είχαμε στην καθημερινότητά μας, ετούτη η χώρα ίσως να προόδευε λιγάκι παραπάνω. Πού κρύβεται αυτό το μεράκι; Πού το καταπιέζουμε;
Το ξέρω ότι απλουστεύω τα πράγματα. Αλλά… κατέβα να το αναλύσουμε λίγο.
εκτύπωση Κατηγορίες: δε βαριέσαι, προσωπικά | rss 2.0 | trackback