Είναι περασμένα μεσάνυχτα στην Πλατεία Συντάγματος και, αν και έχει μετρό μέχρι τις 2 τις Παρασκευές και τα Σαββάτα, είμαι πολύ κουρασμένος για το θυμηθώ. Στην πλατεία ορδές από κίτρινα αμαξάκια με αναμμένο λευκό φωτάκι στην κορυφή περιμένουν υπομονετικά τον κόσμο να τα καβαλικέψει και να τον πάνε στον προορισμό του. Η πόλη έχει ζωή αυτή τη μέρα και ώρα. Μπαίνω στο πρώτο κίτρινο αμαξάκι που βρίσκω στην ουρά. Καλησπερίζω κάπως βαριά τον αμαξά και κάθομαι όπως-όπως δίπλα του, στο μπροστινό κάθισμα. Μου ανταποδίδει την καλησπέρα. Του εξηγώ σύντομα πού θέλω να πάω και η διαδρομή ξεκινά.
Είναι αμίλητος. Οδηγεί ήσυχα και υπομονετικά όλη μέρα πηγαίνοντας τους ανθρώπους της πόλης στις δουλειές και τα σπίτια τους. Είναι από εκείνους που βλέπουν πολλά τα μάτια τους καθημερινά. Ανήκει σε εκείνη την κατηγορία επαγγελματιών που γνωρίζουν για πολλούς από εμάς πράγματα που ακόμη και δικοί μας άνθρωποι αγνοούν. Ξέρουν με ποιαν σε άφησαν στο τάδε ξενοδοχείο προχτές το βράδυ και ξέρουν ότι έλεγες ψέμματα στο αφεντικό σου για το πού βρισκόσουν σήμερα το πρωί. Αλλά είναι και έτοιμοι να συζητήσουν μαζί σου πράγματα που ούτε καν θα ανέφεραν στην οικογένειά τους. "Κοίταξέ τες τις άτιμες πώς ντύνονται, μετά σου λέει φταίει ο βιαστής" και "Η γυναίκα δεν αγαπάει πραγματικά τον άντρα της, μόνο τα παιδιά της"!
Η διαδρομή είναι μικρή. Διαφορετικά, θα είχα θυμηθεί ότι το μετρό σταματά στις 2 και όχι στις 12. Ο μετρητής γράφει 5 ευρώ, στρογγυλά. Βγάζω 5 ευρώ και τα δίνω. Ο αμαξάς τα παίρνει και ευχαριστεί κοφτά. Προτού βγω, κοντοστέκομαι και του λέω: "Αποδειξούλα!". Δεν το είπα με ερωτηματικό ύφος. Το είπα σα να το ζητούσα ευγενικά και όχι σα να ρωτούσα αν είναι εφικτό. Γυρίζει προς το μέρος μου και μου αντιτείνει: "Αποδειξούλα;". Στον τόνο της φωνής του ήταν ξεκάθαρη μια απορία και, ορκίζομαι, μια μικρή ιδέα ενόχλησης. Ακολουθεί μια σιωπή 3-4 δευτερολέπτων όπου τα βλέμματά μας διασταυρώνονται. Κοιταζόμαστε έτσι για εκείνο το βασανιστικό χρονικό διάστημα. Μου περνάει από το μυαλό να επαναλάβω το αίτημά μου. Όχι, θα ακουγόταν παρακλητικό. Δε θέλω να τον παρακαλέσω. Τον κοιτώ επίμονα για όλη τη διάρκεια, όπως κάνει και αυτός. Νιώθω να με ζυγίζει. Να με "κόβει". Δεν πρέπει να υποχωρήσω, δεν πρέπει να κάτσω να εξηγηθώ. Μία φορά μιλάνε οι άντρες!
Καθώς ολοκληρώνονται τα απαραίτητα αυτά δευτερόλεπτα, το ύφος του αλλάζει. Λυγίζει πρώτος! Σκύβει στο ντουλαπάκι, το ανοίγει και με κινήσεις ανθρώπου που ακόμα μαθαίνει πώς να χρησιμοποιεί το μηχανάκι, κόβει και μου δίνει την "αποδειξούλα". Καληνυχτιζόμαστε ανόρεχτα και μπαίνω στο σπίτι μου. Ακουμπάω την απόδειξη στο ειδικό μπωλ, που είναι ήδη ξεχειλισμένο, μαζί με όλες τις άλλες. Αλλάζω, πλένω τα δόντια μου και πέφτω για ύπνο.
εκτύπωση Κατηγορίες: δε βαριέσαι | rss 2.0 | trackback | 1 σχόλιο