Ο θάνατος είναι το μόνο… σίγουρο πράγμα στη ζωή αυτή. Άσχετα με το τι πιστεύει κανείς για το “μετά”, το πριν είναι απολύτως καθορισμένο. Αν γεννηθείς, κάποτε θα πεθάνεις. Ο κύκλος της ζωής, η φυσική ροή των πραγμάτων κλπ κλπ κλπ. Ποια είναι η στάση μας όμως απέναντί του; Από τη μια προσπαθούμε να παρατείνουμε την ανθρώπινη ζωή όσο το δυνατόν περισσότερο, φτάνουμε στο σημείο να αναρωτιόμαστε αν οποιαδήποτε ποιότητα ζωής αξίζει τον κόπο ή αν είναι αποδεκτή η ευθανασία, καταφεύγουμε στην αναλυτική ηθική (ατομικό δικαίωμα) ή στη θρησκεία (χρέος). Όλα αυτά για να διαχειριστούμε κάπως το αναπόφευκτο κι αναπόδραστο του γεγονότος.
Στο μυαλό μου έχω δύο θανάτους των τελευταίων 30 ετών. Ο ένας είναι ο θάνατος του ολυμπιονίκη του ταεκβοντό Αλέξανδρου Νικολαΐδη, που πέθανε σήμερα στα 42 του μόλις χρόνια, έπειτα από σπάνια μορφή καρκίνου, μια κατάσταση που γνώριζε, την οποία πάλεψε για καιρό. από την οποία ταλαιπωρήθηκε άσχημα και από την οποία τελικά και κατέληξε. Και καθώς φαίνεται από την τελευταία του ανάρτηση στο Facebook αυτό έγινε γενναία, με στωικότητα και περηφάνεια. Ήταν κάτι που συγκίνησε και έκανε αίσθηση. Μακάρι όλοι μας να μπορούμε να επιδεικνύουμε αντίστοιχες αρετές μπροστά σε τόσο μεγάλες δυσκολίες, υποθέτω ότι αναλογιζόμαστε όλοι.
— Αλέξανδρος Νικολαΐδης (@AlexandrosNik) October 14, 2022
Υπάρχει και ένας άλλος θάνατος, πολύ διαφορετικός, αυτός του καθηγητή Δημήτρη Λιαντίνη, το 1998. Ο Λιαντίνης είναι οριακά μυθική προσωπικότητα πλέον, καθηγητής, φιλόλογος, φιλόσοφος, άνθρωπος που έκανε αίσθηση με την παρουσία του αλλά και σε μεγάλο βαθμό με το θάνατό του: μια αυτοκτονία που προγραμμάτισε, σχεδίασε και, όπως φαίνεται, ολοκλήρωσε με -και αυτό είναι που ενδιαφέρει σε αυτή την ανάρτησή μου και όχι ο βίος του ανθρώπου- με τα παρακάτω λόγια που μάλιστα τα έγραψε σε αποχαιρετιστήριο γράμμα προς την κόρη του: ” Φεύγω αυτοθέλητα. Αφανίζομαι όρθιος, στιβαρός και περήφανος. Ετοίμασα τούτη την ώρα βήμα- βήμα ολόκληρη τη ζωή μου, που υπήρξε πολλά πράγματα, αλλά πάνω από όλα εστάθηκε μια προσεκτική μελέτη θανάτου. […] Πεθαίνω υγιής στο σώμα και στο μυαλό, όσο καθαρό είναι το νωπό χιόνι στα όρη και το επεξεργασμένο γαλάζιο διαμάντι. […] Έζησα έρημος και ισχυρός”.
Διακρίνω μια συγκλονιστική αντιδιαστολή ανάμεσα σε αυτούς τους δύο θανάτους. Ο ένας επιλέγει και μάλιστα περήφανα, όπως το διατρανώνει, τη στιγμή και τον τρόπο του θανάτου του. Ο άλλος δεν τον επιλέγει, η επιλογή έρχεται με φυσικό τρόπο, αλλά υπομένει την επώδυνη μοίρα του ως το τέλος. Συγκλονιστική αντίστιξη! Ο πρώτος “νικά” επιλέγοντας, ο δεύτερος υπομένοντας! Τι νίκησαν; Όχι το θάνατο, αλλά τον προσωπικό, εσωτερικό τους αγώνα απέναντί του.
Η ένστασή μου στην επιλογή του Λιαντίνη, αν μπορεί κανείς να πει ότι μπορεί να υπάρχουν ενστάσεις σε αυτά τα πράγματα, είναι διπλή. Από τη μια πλευρά, μια τέτοια, μη εξαναγκασμένη από κάτι ανίκητο αυτοκτονία, μπορεί να χαρακτηριστεί δειλία. Φεύγει όσο είναι ακόμη ακμαίος, θα πει κανείς, γιατί δε μπορεί να αντέξει τη φθορά και τη διαδικασία προς το θάνατο. Και αυτό το μετατρέπει τάχαμου σε πράξη γενναιότητας! Αυτή η διαδικασία προς το θάνατο, όμως, είναι η ίδια η ζωή και το συμβόλαιό μας μαζί της λέει πως δεν υπάρχουν υποσχέσεις και εγγυήσεις.
Από την άλλη, σε ένα διαφορετικό επίπεδο ανάλυσης, αποδρά από την άγνοια της φύσεως του θανάτου που μοιραία κάποτε θα τον έβρισκε. Γιατί αυτή η άγνοια είναι μια φοβερή παράμετρος του φόβου το θανάτου. Δεν είναι δηλαδή μόνο ο φόβος του ίδιου του θανάτου που μπορεί να μας συνθλίψει, άλλωστε την ύπαρξή του τη γνωρίζουμε με βεβαιότητα, αλλά η άγνοια του τρόπου με τον οποίο αυτός θα επέλθει. Είναι η διαδικασία του να ζεις μέρα με τη μέρα γνωρίζοντας ότι εκείνη μπορεί να είναι η τελευταία ή να είναι αυτή που θα μάθεις ότι σου συμβαίνει κάτι ανίκητο που θα επέλθει πολύ σύντομα.
Αυτό το τελευταίο συνέβη στον Νικολαΐδη. Έμαθε τον τρόπο με τον οποίο θα πεθάνει και κατά πάσα πιθανότητα μαζί έμαθε και προσεγγιστικά το χρόνο στον οποίο αυτό θα γίνει. Κι επέλεξε να δώσει μια μάχη ως τέλος. Μια μάχη στην οποία σίγουρα πόνεσε και σίγουρα ήταν επώδυνη και για το κοντινό του περιβάλλον. Είχε οικογένεια, μικρά παιδιά. Στην τελευταία του ανάρτηση μάλιστα λέει σπαρακτικά πόσο χαίρεται που η κόρη του κατάφερε να φτάσει σε ηλικία, μικρή μεν, αλλά ικανή να την κάνει να τον θυμάται. Όταν αυτός διαγνώστηκε εκείνη ήταν 3, τώρα είναι 5, θα μπορεί να τον θυμάται!
Μπαίνω στον πειρασμό να προσπαθήσω να κρίνω τον καθένα από τους δύο τους για την επιλογή του. Αμφιταλαντεύομαι. Ο Λιαντίνης δείλιασε επιλέγοντας το τέλος. Όχι δε δείλιασε γιατί τόλμησε να το επιλέξει και να το κάνει και πράξη. Ο Νικολαΐδης ήταν γενναίος γιατί άντεξε ως το τέλος. Όχι δεν ήταν γιατί αποδέχτηκε μοιρολατρικά ό,τι του έμελλε και προκάλεσε και πόνο στους γύρω του.
Χωρίς να θέλω να πω πολλά μεγάλα λόγια, η περίπτωση Νικολαΐδη νομίζω κερδίζει μέσα μου ως στάση ζωής. Έτσι θα πρότεινα να αντιμετωπίζουμε τη ζωή γενικά: με αισιοδοξία και αγώνα ως το τέλος. Γιατί αυτή πιστεύω ότι θα πρέπει να είναι η στάση ζωής μας, που γίνεται αυτομάτως και διδασκαλία-παράδειγμα προς τους νεότερους και τα παιδιά μας. Γιατί είναι μια διδαχή χρήσιμη και στην υπόλοιπη ζωή μας, όχι μόνο όταν έχουμε να διαχειριστούμε ζητήματα ζωής και θανάτου.
Τέλος, αναγνώστη, ας μη με κρίνεις κι εσύ εμένα. Είναι απλώς σκέψεις μπροστά στις οποίες στέκομαι με δέος αλλά χωρίς τελικές απαντήσεις και στην προσπάθεια να διαχειριστώ αυτό το μικρό προσωπικό δράμα που όλοι οι άνθρωποι μοιραζόμαστε, ότι είμαστε περαστικοί.
εκτύπωση Κατηγορίες: απόψεις, δε βαριέσαι | rss 2.0 | trackback