Θα 'ταν 1995 πάνω κάτω, όταν έπιασα για πρώτη φορά στα χέρια μου το Wall. Ανυποψίαστος, φυσικά, για το τι πρόκειται να ακούσω. Τότε η μουσική ήταν ένα πεδίο ανεξερεύνητο για μένα. Έψαχνα να βρω τα τραγούδια "εκείνα", που κάπου τα είχα ακούσει και μου είχαν αρέσει πολύ αλλά δεν ήξερα τον τίτλο τους και ποιος τα είχε γράψει. Έτσι κάθε νέος δίσκος, έπειτα από μεγάλη προσμονή, ήταν μια μεγάλη αποκάλυψη ή μια μεγάλη απογοήτευση. Στην πραγματικότητα, όπως κατάλαβα αργότερα, δεν ήταν τίποτε από τα δύο. Η αγάπη για μια μουσική χτίζεται σιγά σιγά.
Την πρώτη φορά που έπαιξα το Wall δεν κατάλαβα και πολλά. Η μητέρα μου όταν άκουσε το στίχο "Ι 've got thirteen channels of shit on the TV to choose from.", είπε στον πατέρα μου "Κοίτα τι ακούει ο γιος σου!". Μόλις λίγα χρόνια πριν είχαμε αποκτήσει και ιδιωτικά κανάλια στην Ελλάδα για πρώτη φορά! Ο πατέρας μου απάντησε "Τους θυμάμαι. Ήταν κάπως απόκοσμοι.". Eίχε ζήσει στο Λονδίνο την εποχή που οι Pink Floyd ήταν το νούμερο 1 avantgarde/progressive συγκρότημα. Προοδευτικός άνθρωπος ήταν, αλλά περισσότερο με Θεοδωράκη και Χατζιδάκι. Τότε αισθάνθηκα ότι ακούω κάτι, δεν ξέρω τι, όχι καλό, όχι κακό, αλλά διαφορετικό. Κάτι ενδιαφέρον.
Με τα χρόνια το δίσκο τον έλιωσα στο πικάπ. Τον λάτρεψα, τον χώνεψα, τον έμαθα απέξω κι ανακατωτά. Και για χρόνια αισθανόμουν θλίψη που δε θα είχα ποτέ την ευκαιρία να τον ακούσω κάποτε και ζωντανά, μιας και οι Pink Floyd είχαν πρακτικά διαλυθεί. Μέχρι που πριν λίγα χρόνια ο Roger Waters πραγματοποίησε παγκόσμια tour για το – μοναδικό – "Dark side of the moon" και πέρασε κι από την Ελλάδα. Φέτος συνεχίζει (και τερματίζει, λογικά, την καριέρα του) παρουσιάζοντας το "Wall", το magnum opus του, σε όλη του την έκταση και με όλη του τη θεατρικότητα. Θα είμαι εκεί, απόψε το βράδυ.
"Mother, did it need to be so high?"