2 Φεβρουαρίου, 2025

Μια συμπαθητικιά ανάρτησή μου από τα πολυαγαπημένα Φεϊσμπουκικά Υπογλώσσια για το κόσκινο οτυ Ερατοσθένη, την ελληνικότητα και τα… συνώνυμά του:

Το κόσκινο του Ερατοσθένη είναι ένας αλγόριθμος για τον προσδιορισμό όλων των πρώτων αριθμών που είναι μικρότεροι ή ίσοι ενός δοθέντος. Λειτουργεί εξαντλητικά, παίρνοντας όλους τους αριθμούς από το 2 και πάνω και αφαιρώντας τα πολλαπλάσιά τους που είναι μικρότερα του δοθέντος. Σταματά όταν βρει αριθμό του οποίου το τετράγωνο είναι μεγαλύτερο από τον δοθέντα. Έτσι λειτουργεί σαν ένα κόσκινο που σταδιακά γίνεται όλο και πιο λεπτό, αφήνει σταδιακά να περάσουν ολοένα και λιγότεροι πρώτοι αριθμοί, μέχρι να του μείνουν μόνο οι πρώτοι. Καλά όλα αυτά, αλλά είναι το κόσκινο αρχαιοπρεπής λέξη; Αυτό μας νοιάζει. Ποια μαθηματικά!

Upd: ο όρος κόσκινο κόλλησε στον αλγόριθμο του Ερατοσθένη από τον Νικόμαχο το Γερασηνό (από τα Γέρασα της σημερινής Ιορδανίας), στην Εισαγωγή στην Αριθμητική, κάπου τον 1ο-20 αιώνα μΧ.

Φαίνεται πως ναι.

Το κόσκινον: A sieve, Semon.7.59, Ar.Nu.373, Fr.227, Democr.164, etc.; φορεῖν ὕδωρ τετρημένῳ κοσκίνῳ Pl.Grg. 493 b; ἐν Ἅιδου κοσκίνῳ ὕδωρ φέρειν, alluding to the punishment of the Danaids, Id.R.363 d; κοσκίνοις μαντεύεσθαι Ael.NA8.5, cf. Luc.Alex.9; κόσκινον ἁλωνικὸν ἀπὸ βύρσης, κόσκινον ἀπὸ δέρματος, κόσκινον πλεκτόν, Edict.Diocl.15.56, al., cf. Poll.6.74, Gp.2.19.5, al. [Πηγή LSJ]

Αλλά έχουμε και τη σήτα: σήθω: (περὶ τοῦ ἐνεστ. ἴδε ἀπο-σήθω)· ἀόρ. μετοχ. σήσας Ἱππ. 614. 53. – Παθητ., ἀόρ. ἐσήσθην ἢ ἐσήθην Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 4, καὶ μηνομνεύεται ἐκ τοῦ Διοσκ.· πρκμ. σέσησμαι ἢ σέσησμαι Ἱππ. 491. 1., 533. 44. Κοσκινίζω. [https://lsj.gr/wiki/%CF%83%CE%AE%CE%B8%CF%89]

Και την κρησάρα/κρησέρα: κρησέρα: ἡ, καὶ νῦν «κρησάρα», «σίτα», «πυκνάδα», κόσκινον λεπτόν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 991· πρβλ. Γαλην. Λεξ. Ἱππ., Πολυδ. Ϛʹ, 74., Ιʹ, 114· ‒ ὑποκορ. κρησέριον, τό, Πολυδ., Ζωναρ. 1256. ΙΙ. λεπτὸν ἁλιευτικὸν δίκτυον, Φώτ. [https://lsj.gr/wiki/%CE%BA%CF%81%CE%B7%CF%83%CE%AD%CF%81%CE%B1]

Από κοντά και ο ηθμός: (Α ἠθῶ, -έω και σπάν. τ. ἤθω) διηθώ, διυλίζω, στραγγίζω, σουρώνω, φιλτράρω, αρχ. 1. παθ. ἠθοῦμαι, -έομαι στραγγίζομαι, διυλίζομαι, καθαρίζομαι, φιλτράρομαι [https://lsj.gr/wiki/%CE%B7%CE%B8%CF%8E]

Για την κρησέρα υπάρχει το σπαρταριστό πικάντικο από τις Εκκλησιάζουσες του Αριστοφάνη “ἀλλ᾽οὐχὶ νυνὶ κρησέραν αἰτούμεθα.” που ο Βάρναλης μεταφράζει “Κορίτσι θέλω απάρθενο, όχι κόσκινο!”. Αρχαίο χιούμορ χοχοχο.

ΥΓ: Ενδιαφέρουσες προσθήκες από τους συνυπογλώσσιους φίλους με τον αρήλογο και το δερμόνι/δρεμόνι.

Image credit: “Eratosthenes” by Lenny Flank is licensed under CC BY-NC-SA 2.0. To view a copy of this license, visit https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/2.0/?ref=openverse.

εκτύπωση Κατηγορίες: υπογλώσσια | rss 2.0 | trackback | καθόλου σχόλια