Ξύπνα με, πριν τελειώσει ο Νοέμβρης – Ένα διήγημα

8 Νοεμβρίου, 2021

Φρενάρισε έξω από το φαρμακείο της γειτονιάς. Ανεβοκατέβασε το τζάμι στα γρήγορα για να φύγει λίγη από την πρωινή υγρασία του Νοέμβρη και να δει καλύτερα. Μια μικρή βλαστήμια του ξέφυγε. Δευτέρα πρωί 08:30 και η ουρά ήδη σχηματισμένη. Θέση για παρκάρισμα καμία. Έβαλε πρώτη, τα λάστιχα έτριξαν και χάθηκε στη γωνία. Λίγο πιο κάτω, δίπλα σε ένα κάδο σκουπιδιών, μισή θέση κενή. Πέταξε το αυτοκίνητο εκεί στα πρόχειρα. Μισό παρκαρισμένο κανονικά, μισό μπροστά στον κάδο. Το σκουπιδιάρικο είχε ήδη περάσει πολύ νωρίς, δε θα εμπόδιζε κανέναν.

Έτρεξε να πάρει θέση στην ουρά. Αναγνώρισε κάμποσες γνωστές φάτσες. Περισσότερες από όσες θα ήθελε. Κάθε φάτσα σήμαινε 2-3 λεπτά περισσότερης αναμονής. Αλλά αυτό δεν τον πείραξε. Πιο πολύ τον πείραζε η ιδέα ότι το ο κάδος με τα σκουπίδια μπορεί να γλιστρούσε κατά τύχη και να του έγδερνε το αυτοκίνητο. Ήταν καινούριο πρακτικά, ακόμη ξεπλήρωνε τις δόσεις, δεν ήταν να τρέχει και στα φαναρτζίδικα. Κι αυτό το εβδομαδιαίο ραντεβού έξω από το φαρμακείο είχε κι αυτό το κόστος του.

Όμως αυτός θα παρέμενε πιστός στις αρχές του. Ράμπιτ τεστ κάθε Δευτέρα πρωί πριν τη δουλειά μέχρι να σβήσει ο ήλιος. Δεν είναι να ρισκάρουμε με την υγεία μας και να βάζουμε στο σώμα μας πειραματικές ουσίες. Καλύτερα στα σίγουρα. Αυτό σκέφτηκε κι άναψε ένα τσιγάρο καθώς πήρε τη θέση του στην ουρά.

Η ουρά δεν ήταν και τόσο άσχημη τελικά. Δυο θέσεις μπροστά ήταν η κοκκινομάλλα με τις μίνι φούστες και τις ψηλές μπότες, που, κατά τα φαινόμενα, ξυπνούσε τις Δευτέρες τα πρωινά περίπου την ίδια ώρα με αυτόν. Κάποιες από αυτές τις Δευτέρες είχαν βρεθεί και ο ένας πίσω από τον άλλο. Προτιμούσε τις περιπτώσεις όπου βρισκόταν αυτός πίσω της. Πλέον αντάλλασσαν και μια καλημέρα ο ένας με τον άλλο. Αυτή δούλευε σε κάποιο γραφείο. Αυτός επίσης. Είχαν κοινές αναφορές.

Δυο λεπτά αργότερα κατέφτασε στην ουρά η μαυρομάλλα που βαφόταν σχετικά έντονα. Δεν τον χάλαγε όμως. Κι αυτή πάνω-κάτω τακτική στο ραντεβού της. Όπως και στις αρχές της, άλλωστε! Με αυτήν δεν είχαν ακόμη συνάψει οικειότητες. Στάθηκε πίσω του. – Ευκαιρία, σκέφτηκε αυτός.

Έτριψε τα χέρια του. Ήπιος ακόμη ο χειμώνας και ο ήλιος ανέβαινε σιγά-σιγά στο βάθος. Αλλά πετάχτηκε από το αυτοκίνητο χωρίς σακάκι κι αισθάνθηκε λιγάκι το Νοέμβρη στα κόκαλά του. Αυτό το τρίψιμο των χεριών όμως ήταν ταυτόχρονα και κίνηση προσέγγισης. – Δροσούλα έχει σήμερα, είπε στη μαυρομάλλα. – Ναι, ναι, του έγνεψε εκείνη χαμογελαστά.

Την αρχή του φλερτ διέκοψε η φωνή του φαρμακοποιού, καθώς βγήκε στο κατώφλι του καταστήματος να συντονίσει την ουρά, η οποία είχε μεγαλώσει. – Όσοι έχουν έρθει για ράπιντ τεστ να σταθούν στα δεξιά, παρακαλώ, φώναξε. Χωρίς δεύτερη κουβέντα το μεγαλύτερο μέρος της ουράς μετακινήθηκε προς τα δεξιά, με τιμιότητα και τάξη, χωρίς να χαλάσει τη σειρά προτεραιότητας. Οι λίγοι υπόλοιποι πελάτες άρχισαν να εξυπηρετούνται από έναν υπάλληλο του φαρμακείου, ενώ αυτοί στα δεξιά από τους υπόλοιπους.

– Η ουρά εδώ είναι για τα τεστ, ακούστηκε μια φωνή από το δρόμο. Ένας οδηγός είχε κατεβάσει το τζάμι και ρωτούσε. Ή κοιτούσε την κοκκινομάλλα. Ή και τα δύο. – Ναι, ναι, εδώ είναι, του είπαν δυο-τρεις εν χορώ. Ανέβασε το τζάμι και συνέχισε, αναζητώντας θέση για παρκάρισμα. – Δίπλα στον κάδο δε σε βλέπω να βρίσκεις, αναφώνησε χαιρέκακα. – Πώς είπες; ρώτησε η μαυρομάλλα. – Τίποτα-τίποτα, κάτι δικά μου, είπε αυτός.

Η ουρά στα αριστερά είχε εκμηδενιστεί. Η ουρά στα δεξιά όλο και αυξανόταν. Η ώρα πλησίαζε 09:00. Καλή η πλάκα και το φλερτ αλλά πόσο ευέλικτο να το κάνεις και το ωράριο! Είχε αρχίσει να αδημονεί. Παραδίπλα μακριές μπατονέτες βυθίζονταν σε ανθρώπινα ρουθούνια πυρετωδώς. Βαθιά. Πολύ βαθιά. Πιο βαθιά από τα όρια της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

– Φανταστείτε να έπρεπε να μπαίνει σε άλλη τρύπα η μπατονέτα, κάγχασε ανυπόμονα και κάπως φωναχτά, δε θα τελειώναμε ποτέ. Κανασδυό νεαροί ακόμη πιο πίσω χασκογέλασαν. Η κοκκινομάλλα και η μαυρομάλλα χαμογέλασαν. Οι υπόλοιποι δεν άκουσαν ή έκαναν ότι δεν άκουσαν. Παρολαυτά πήρε θάρρος και συνέχισε. – Διαχωρίζουν τους ανθρώπους, οι εμβολιασμένοι από εδώ, οι ανεμβολίαστοι από εκεί, λες και είμαστε πρόβατα.

– Σας παρακαλώ, κύριε, μη φωνάζετε, του έτεινε κάπως αυστηρά ο φαρμακοποιός, βγάζοντας κάπως απότομα μια μπατονέτα από ένα ρουθούνι. Η φάτσα στο ρουθούνι μόρφασε. – Με συγχωρείτε, δεν ήθελα να σας πονέσω, είπε ο φαρμακοποιός στη φάτσα. Η φάτσα δεν είπε τίποτα. Ήθελε απλά να τελειώνει.

Μαζεύτηκε και δε συνέχισε το λογύδριο. Το προηγούμενο βράδυ μόλις είχε διαβάσει μερικά καταπληκτικά άρθρα στην ομάδα του Φέισμπουκ που παρακολουθούσε, τους “Έλληνες Ενωμένους Ενάντια στο Ταξικό Σύστημα Ιατρικής” (ΕΕΕΤΣΙ). Ήταν έτοιμος να αραδιάσει μερικά στατιστικά που θα έκαναν και νομπελίστες να γονατίσουν. Αλλά κρατήθηκε, είπε να δώσει τόπο στην οργή. Η σειρά του έφτανε κιόλας.

Η κοκκινομάλλα πήρε τη θέση της για τη ρουθουνιά. Κάθισε στην καρέκλα που είχε τοποθετήσει ο φαρμακοποιός για αυτή τη δουλειά, έγειρε προς τα πίσω με χάρη και τον άφησε να επιτελέσει αυτή την ανίερη αλλά απαραίτητη πράξη. Ο φαρμακοποιός δεν είχε ιδέα για αυτές της τις σκέψεις και πράγματι ολοκλήρωσε την πράξη του γρήγορα. Αυτή σηκώθηκε χαμογελαστή. – Όλα συνηθίζονται, είπε προς καμία συγκεκριμένη κατεύθυνση.

Η υπομονή του αυτομάτως ξαναγέμισε σαν επαναφορτιζόμενη μπαταρία. Της έγνεψε αντίο γελαστά και άρχισε να παίρνει τη θέση του κι εκείνος. Ένας, δύο… ήταν τρίτος στη σειρά πλέον. Ώρα 09:10. – Πάμε να το κάνουμε και σήμερα, σαν άντρες, σκέφτηκε, σιγά το πράμα.

Κάθισε στην καρέκλα. Ήταν ζεστή. Έγειρε πίσω το κεφάλι αργά και υπομονετικά. Ο φαρμακοποιός έβγαλε τις δοκιμαστικές μπατονέτες από το σακουλάκι τους και έσπρωξε αργά και απαλά τη μία στο ένα του ρουθούνι. Δεν τον πόνεσε. Ήταν ένα αίσθημα λίγο ενοχλητικό αλλά πλέον γνώριμο. Ένα γαργάλημα που εξελισσόταν σε μικρό κάψιμο. Το κάψιμο γινόταν όλο και πιο έντονο και θύμιζε κάτι ανάμεσα σε παρόρμηση για φτέρνισμα και τάση για αναγούλα.

Έκλεισε τα μάτια και ανέπνευσε μεθοδικά από το στόμα. Ο χρόνος κυλούσε κάπως πιο αργά μα και ανεκτά έτσι. Ήξερε πως δεν έπρεπε να εστιάσει σε εκείνο το σημείο για να μην κάνει την αίσθηση χειρότερη. Ανέπνευσε βαθιά και στη σκέψη του ήρθε η πρωινή υγρασία πάνω στο αυτοκίνητο, που μετατρεπόταν σε νερό, καθώς ο ήλιος ανέβαινε ψηλά, η χαρά της καινούριας ημέρας, η ανυπομονησία να φτάσει στον προορισμό του. Κι εκείνο το τραγούδι που λέει για το τέλος του Νοέμβρη…

Την αυτοσυγκέντρωσή του έσπασε η εισερχόμενη κλήση ενός κινητού. Γύρισε το κεφάλι απότομα. Η μπατονέτα έφυγε από το χέρι του φαρμακοποιού κι έμεινε να κρέμεται από το ρουθούνι του. Η ομήγυρη χαμογέλασε στη θέα του. Ήταν το κινητό της μαυρομάλλας. Έπαιζε το “Wake me up, when September ends”.

– Διάολε, σκέφτηκε, με τη μπατονέτα καρφωμένη στο ρουθούνι και τα βλέμματα στραμμένα πάνω του, λάθος το θυμόμουν το κομμάτι, για το Σεπτέμβριο λέει το κομμάτι, όχι για το Νοέμβριο… ο θεός ξέρει τι άλλο μπορεί να έχω καταλάβει λάθος!

[Photo credit: https://www.pexels.com/photo/ethic-man-looking-through-misted-window-of-car-6965282/]

εκτύπωση Κατηγορίες: δε βαριέσαι | rss 2.0 | trackback

Καθόλου σχόλια μέχρι τώρα!

Ό,τι προαιρείσθε:

Επιτρεπτά (X)HTML tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong> . Εάν προσθέσετε εξωτερικά links στο σχόλιό σας τότε αυτό δε θα εμφανιστεί στη λίστα με τα υπόλοιπα σχόλια έως ότου εγκριθεί από τον υποφαινόμενο, οπότε το νου σου!