Η σειρά Adolescence του Netflix πέτυχε μια ευαίσθητη κοινωνική χορδή και συζητήθηκε τόσο πολύ, που αρχικά μου δημιούργησε μια μικρή απώθηση. Τελικά αποφάσισα να τη δω για να έχω άποψη. Αναγκαστικά την έβαλα στο μικροσκόπιο, έπειτα από τα τόσα σχόλια που είχα διαβάσει. Άλλωστε ο δημιουργός της είχε και την πρόθεση να κάνει κοινωνικό σχόλιο. Γράφω όμως για αυτήν όχι γιατί είναι η εκπληκτικότερη σειρά που έχω δει ή γιατί έκανε τόση αίσθηση. Το αφήνω αυτό για το τέλος όμως. Το λόγο τον προδίδει κάπως ο τίτλος του άρθρου.
Στην αρχή έμοιαζαν οι φόβοι μου να επιβεβαιώνονται. Ποιος συλλαμβάνει 13χρονο έφηβο με αυτό τον τρόπο, με 20 άτομα ομάδας ειδικών δυνάμεων ξερωγώ να κατεδαφίζουν την είσοδο του σπιτιού του, να το κάνουν γης μαδιάμ και στη συνέχεια να τον βάζουν σε κελί σαν αυτά της απομόνωσης ψυχιατρείων χωρίς λεκάνη για τις ανάγκες του. Έτσι κάνει η αγγλική αστυνομία; Μπορεί. Τεσπά δεν αποδείχθηκε στοιχείο κρίσιμο για τη συνέχεια.
Μόνιμο σημείο παρατήρησης αποτελούν τα τεχνικώς αρτιότατα μονοπλάνα, όπου το κάθε επεισόδιο ολόκληρο (ναι, ολόκληρο) είναι ένα τέτοιο. Ολόκληρο! Από τεχνική άποψη η παραγωγή, η ενορχήστρωση και εκτέλεση αυτών των λήψεων είναι εντυπωσιακή. Αλλά και για τους ηθοποιούς η πρόκληση πρέπει να ήταν τεράστια. Ειδικά για έναν 13χρονο ηθοποιό.
Αλλά αισθάνομαι ότι τελικά αυτό κάπως εκβιάζεται. Από τη μια η κάμερα αναγκάζεται να κάνει συνεχείς ακροβασίες που συχνά είναι ορατές, άλλωστε πώς να κρυφτείς από ένα μονοπλάνο, να περιστρέφεται αφύσικα γύρω από τους χαρακτήρες, ώστε να μπορέσει να πετύχει τη συνέχεια των πλάνων. Και κάπου δίνεται η εντύπωση ότι η πλοκή προσαρμόζεται στο πλάνο και όχι το αντίστροφο. Εντωμεταξύ, έχοντας ως δεδομένη τη λήψη του μονοπλάνου, χάνεται η ένταση που αυτό προσδίδει όταν χρησιμοποιείται επιλεκτικά. Συνήθως τα μονοπλάνα κόβουν την ανάσα με τη συνέχειά τους, εκεί που η συνέχεια δεν είναι ο κανόνας λόγω του μοντάζ. Ίσως δηλαδή είναι λιγάκι ένα τεχνικό τρυκ όλο αυτό, ένα τεχνικό επίτευγμα εντυπωσιακό μεν, αλλά με μικρή δραματουργική επίδραση.
Κάπου εκεί θυμήθηκα πρόχειρα μερικά ιστορικά μονοπλάνα, το ένα από το Θόδωρο Αγγελόπουλο, στο “Αιωνιότητα και Μια Μέρα“, που είναι κάτι σαν ζωγράφος-σκηνοθέτης στα κάδρα του, και το άλλο από την πρώτη σαιζόν του “True Detective” που είχε κάνει αίσθηση. Και τα δύο αισθάνεσαι ότι είναι εκεί γιατί έχουν δικό τους λόγο ύπαρξης. Αλλά ας αφήσω τις μπουμεριές, παρόλο που είναι ενδιαφέρον να κοιτάμε και την εξέλιξη της τεχνικής.
Παρολαυτά ο τρόπος αυτός δίνει πολύ χώρο για θεατρικότητα στο παίξιμο των χαρακτήρων, για καθαρή ηθοποιία. Υπάρχουν τεράστιες σκηνές που εστιάζουν σε συζητήσεις ανάμεσα στους χαρακτήρες, στις δυναμικές που αναπτύσσονται ανάμεσά τους, στους διαλόγους, στις εκφράσεις τους! Αυτό το τελευταίο νομίζω μου μένει εντονότερα από οτιδήποτε άλλο. Οι εκφράσεις του πατέρα, του γιου, της ψυχολόγου. Οι ηθοποιοί έχουν όλο το χρόνο, αλλά και την πρόκληση, να ξεδιπλώσουν την εκφραστικότητά τους. Και το κάνουν καλά, όλα κι όλα!
Η πλοκή είναι μάλλον γνωστή τοις πάσι πλέον. Ένας 13χρονος μαθητής συλλαμβάνεται με την κατηγορία ότι μαχαίρωσε μέχρι θανάτου συμμαθήτριά του. Η κοινωνία σοκάρεται, η οικογένειά του ζει ένα δράμα. Ήταν μια καθόλα κανονική, καθημερινή οικογένεια που αναζητά να βρει τι τεράστιο λάθος έκανε. Το λάθος, σε πρώτη ανάγνωση, όπως το πλασάρει δηλαδή η ίδια η σειρά είναι η απομόνωση του νεαρού στον κόσμο των κοινωνικών δικτύων και οι επιρροές που δεχόταν από αυτά. Κάτι που γινόταν μέσα στη φαινομενική ασφάλεια και προστασία του ίδιου του σπιτιού.
Για να είμαι ειλικρινής εδώ εντοπίζω δύο μικρά θέματα. Καταρχάς, ενώ βλέπουμε από κάμερες παρακολούθησης η σκηνή τη φόνου σε κάμερες παρακολούθησης, οι ήρωες έχουν πλάτη στην κάμερα. Και ο νεαρός αρνείται την ενοχή του μέχρι το τέλος, μήνες μετά, όπου λέει ότι τελικά θα δηλώσει ένοχος. Δε λέει πουθενά ευθέως ότι είναι ένοχος. Επίσης δε γίνεται πουθενά ξεκάθαρο γιατί η κοπέλα τον ακολούθησε στη σκηνή του φόνου και μάλιστα νύχτα, τη στιγμή που, κατά τα άλλα, τον υποτιμούσε και τον αγνοούσε. Ταυτόχρονα μένουν ανολοκλήρωτοι οι ρόλοι των δύο κολλητών του που φαίνεται ότι είχαν εμπλοκή στην υπόθεση.
Τα αναφέρω αυτά γιατί η συζήτηση που γίνεται δημόσια θεωρεί αυτόματα το νεαρό ένοχο και τη σύνδεση της ενοχής του με τα σόσιαλ μήντια και την ανδρόσφαιρα αυτόματη. Αυτός ο αυτοματισμός όμως, αυτή η ενστικτώδης ερμηνεία μπορεί να είναι ρηχή. Βέβαια, αν κρίνουμε τα γεγονότα της σειράς ως πραγματικά, αν τα πάρουμε τοις μετρητοίς, τότε είναι ένας νέος απίστευτα παραστρατημένος, που δεν έλεγξε τις αντιδράσεις του και η τοξική του αρρενωπότητα δε συγκρατήθηκε. Η διάπραξη τέτοιας βίας είναι απαράδεκτη όποια κι αν είναι η υποκείμενη κατάσταση.
Όμως πίσω από αυτή την ανάγνωση μπορεί να υπάρχει και μια πλειάδα άλλων νέων, που δεν κατέφυγαν σε βιαιότητα και που απλά υφίστανται ένα σύγχρονο μπούλυινγκ, επειδή είναι αγόρια ίνσελ (incel, involuntary celibate, θα το έλεγε κανείς και μπακούρια χαριτολογώντας). Λες και είναι πολλές οι πιθανότητες ένα αγόρι 13 χρονών να μην είναι μπακούρι! Όμως εδώ αυτό το αγόρι πρέπει να υποστεί και έναν εξευτελισμό από τον περίγυρό του για αυτή του την ανώριμη σεξουαλικότητα, που μόλις την ανακαλύπτει και το ίδιο και δεν ξέρει καλά-καλά τι να την κάνει. Και ο χαρακτηρισμός ίνσελ είναι πολύ πιο βαρύς και μειωτικός από τον κάπως χιουμοριστικό και χωρίς επιθετικές συνυποδηλώσεις όρο μπακούρι.
Παρεμπιπτόντως είναι φοβερή η στιγμή, όπου η ψυχολόγος που του κάνει εκτίμηση τον ρωτά πώς αισθάνεται όταν βλέπει γυμνές γυναίκες . Το παιδί απαντά τη μια στιγμή “ωραία” και την άλλη “περίεργα” (sic) με αφοπλιστική ειλικρίνεια. Πόσο αληθινή περιγραφή της πορείας της ενηλικίωσης μέσα από την ανακάλυψη και αναζήτηση της σεξουαλικότητας. Και πόσο υπέροχη ταυτόχρονα! Πόσο κρίμα αυτή η διαδικασία να περνά μέσα από την ταπείνωση.
Εντωμεταξύ όροι όπως ίνσελ, πέραν του ότι είναι μειωτικοί, όπως θα λέγαμε το “τσούλα” (κάποτε, ελπίζω όχι πια), κρύβουν και μια κουλτούρα όπου το σεξ γίνεται ένα παιχνίδι εξουσίας. Το ένα φύλο ελέγχει κάτι που το άλλο φύλο επιζητεί διακαώς και δεν του το δίνει. Μάλιστα το προσβάλει κιόλας που δεν είναι άξιο για να του το δώσει. Αυτή η κουλτούρα εξουσίας ή πάλης τάξεων νομίζω δεν είναι υγιής για το φεμινιστικό κίνημα και για τις σχέσεις των φύλων γενικότερα, ειδικά όταν αυτές διαπλάθονται σε μικρές ηλικίες.
Μεγάλη συζήτηση έγινε στα πραγματικά κοινωνικά δίκτυα, όχι αυτά της σειράς, για το ρόλο του πατέρα και πόσο αποστασιοποιημένος ήταν, ότι δεν αγκάλιαζε για παράδειγμα το γιο του αρκετά. Δε θα το σχολίαζα αυτό αν δε το έβλεπα να συμβαίνει τόσο εκτεταμένα και τόσο βιαστικά. Ο πατέρας, ένας άνθρωπος του μόχθου, που είχε φάει ξύλο από τον πατέρα του -το εξ0μολογείται αυτό- και που έχει υποσχεθεί στον εαυτό του να γίνει καλύτερος από αυτόν -κι αυτό μέρος της ίδια εξομολόγησης- είναι συντετριμμένος σε όλη τη διάρκεια της σειράς.
Ο ηθοποιός που τον υποδύεται είναι μάλιστα ο δημιουργός και ο βασικός σεναριογράφος. Παίζει έναν πατέρα συγκλονισμένο. Η διήγηση εστιάζει πολύ σε αυτόν, περισσότερο από ό,τι στη μητέρα. Βγαίνει από τα ρούχα του κατά τη διάρκεια της σύλληψης, στηρίζει το γιο συνεχώς και κάνει ό,τι μπορεί για να τον προστατέψει, το παιδί ζητά συστηματικά την υποστήριξή του. Είναι σε υπερένταση, εμφανή συγκίνηση, εκφράζει το τεράστιο άγχος μήπως κάνει κάτι λάθος. Αλλά από όλο το δράμα λείπει -υποτίθεται- η αγκαλιά. Ίσως οι επικριτές δεν πρόσεξαν ότι στο αποκορύφωμα πράγματι αγκαλιάζει το παιδί του. Ίσως δεν είναι ο χαρακτήρας για τον οποίο η αγκαλιά είναι η πρώτη ή η συνεχής έκφραση συναισθήματος. Βολεύει να τον δούμε κι αυτόν ως τοξικό άρρενα για να αιτιολογήσουμε το εύκολο γαϊτανάκι της ευθύνης. Αντέξτε μέχρι το τέλος του άρθρου αυτού να δούμε αν τα κοινωνικά δίκτυα μόνο τοξικά αγόρια κατασκευάζουν.
Για τον νεαρό που υποδύεται το γιο δεν υπάρχουν λόγια, είναι εκπληκτικός, είναι σα να παίζει μια ατελείωτη θεατρική παράσταση όπου η εστίαση είναι μονίμως πάνω στο χαρακτήρα του και θα έβρισκες εύκολα ό,τι ψεγάδι τυχόν υπήρχε. Αλλά δεν υπάρχει. Δεν ξέρω αν καναδυό φορές χάνει τα λόγια του εντός σεναρίου ή εκτός. Αλλά φαίνεται απολύτως φυσικό. Απλά ψάχνω να του βρω μια ατέλεια στα ατελείωτα μονοπλάνα που έφερε εις πέρας.
Μέσα σε όλο το δράμα περνούν και διάφορες σκηνές με παράπλευρο ενδιαφέρον. Το σχολείο που πρακτικά παίζει ρόλο μπέιμπι σίττερ και όχι εκπαιδευτικού, σε κάθε λήψη από σχολική τάξη τα παιδιά, αντί να κάνουν ένα φυσιολογικό μάθημα, βλέπουν κάποιο εκπαιδευτικό βίντεο, είναι μονίμως εκτός ελέγχου, δεν αντιλαμβάνονται στοιχειώδη πειθαρχία, δε σέβονται τους καθηγητές τους, κι αυτοί οι τελευταίοι είναι μάλλον παραδομένοι σε αυτή την πραγματικότητα.
Εν πάση περιπτώσει η σειρά, αν εξαιρέσουμε το καλλιτεχνικό πεδίο, πράγματι αγγίζει μια ευαίσθητη χορδή. Έχουμε τους σημερινούς εφήβους νεολαία, τους Gen Zers, που ζουν μια ζωή φαινομενικά προστατευμένη αλλά μέσα σε αυτό ακριβώς το ελεγχόμενο περιβάλλον, μέσω του internet και των κοινωνικών δικτύων, εκτίθενται σε μεγάλους κινδύνους και επικίνδυνες επιρροές. Το χάσμα των γενεών παίρνει νέες διαστάσεις, ενσαρκώνεται σε κάτι ηλεκτρονικό, μη απτό, κρυφό, που περνάει απαρατήρητο από τα ραντάρ της μέσης οικογένειας.
Μάλιστα προσωπικά θα το πήγαινα αυτό ακόμη πιο πέρα. Υπάρχει μια επιπλέον παράμετρος. Νομίζω οι γονείς σήμερα κινδυνεύουν να μην έχουν καν την ίδια εικόνα του κόσμου γύρω τους σε σύγκριση με τα παιδιά τους. Προσοχή, αναφέρομαι στις προσλαμβάνουσες εικόνες, όχι στην ερμηνεία αυτών και στη θέση που θα πάρει το κάθε άτομο απέναντί τους. Δεν έχουν καν την ίδια πρόσληψη της πραγματικότητας, ώστε να μπορούν καταρχάς να συζητούν πάνω στις ίδιες πληροφορίες και στα ίδια δεδομένα. Και ας έχουν μετά και διαφορετικές απόψεις και συγκρούσεις κλπ. Το χάσμα δηλαδή είναι τεράστιο και αγεφύρωτο.
Στη σειρά οι γονείς και τα παιδιά ζουν σε τελείως διαφορετικές πραγματικότητες. Ο ένας γιος ζει, μάλλον μαζί με τους συνομηλίκους του, στον κόσμο των σόσιαλ, όπου τα κορίτσια βομβαρδίζονται από ριζοσπαστικά φεμινιστικά μηνύματα και τα αγόρια προσπαθούν αντιδράσουν, να βρουν νόημα, επηρεαζόμενα από μηνύματα τοξικότητας τύπου Άντριου Τέητ. Και οι γονείς δεν έχουν άποψη για αυτό, όχι γιατί συμφωνούν ή διαφωνούν και η διαφορά ηλικίας δυσκολεύει την επικοινωνία, αλλά γιατί δεν ξέρουν καν ότι αυτό συμβαίνει!
Ζουν στα ίδια σπίτια αλλά σε διαφορετικές πραγματικότητες και αυτό πηγαίνει πολύ πιο πέρα από την παραδοσιακή απόσταση που έχει ένας έφηβος από τους γονείς του. Πάντα οι έφηβοι είχαν τμήματα της ζωής τους κρυφά από τους γονείς τους, αυτό δεν είναι νέο. Πάντα οι νέοι είχαν δικό τους λεξιλόγιο. Αντιδρούσαν στους γονείς, όχι από μίσος, αλλά γιατί οι γονείς ήταν αυτοί που έθεταν τα όρια και οι νέοι προσπαθούσαν να τα δοκιμάσουν! Εδώ πλέον η γέφυρα δεν υπάρχει ανάμεσα στις δύο πλευρές ώστε να προσπαθήσουν καν να τη διαβούν και να συναντηθούν.
Αναδεικνύεται μια κοινωνία εφήβων όπου ο ένας προσβάλει τον άλλο και η περιθωριοποίηση λαμβάνει χώρα στον άυλο κόσμο των κοινωνικών δικτύων με κωδικοποιημένα μηνύματα συμπυκνωμένα σε εικονίδια. Η εφηβική ανώριμη αδεξιότητα γίνεται σκληρότητα που εκφράζεται εν κρυπτώ και -το χειρότερο- χωρίς διαλείμματα. Είναι στο χέρι τους, στο κινητό που κρατάνε, στον υπολογιστή τους, ασταμάτητη και ανεξέλεγκτη γιατί κανείς ενήλικος δε γίνεται μάρτυράς της. Μέχρι να συμβεί μια έκρηξη.
Ειδικά σχετικά με την έκρηξη αυτή, η σειρά ίσως και να λαϊκίζει λιγάκι γιατί εφευρίσκει ένα πραγματικά ακραίο γεγονός για να στήσει την πλοκή της. Μια δολοφονία κοπέλας από ένα αγόρι γιατί αυτό αισθάνθηκε ταπείνωση και απομόνωση. Θα μου πείτε, μυθοπλασία είναι, ό,τι θέλει κάνει. Ναι, αλλά είναι μυθοπλασία που έχει ρητά κοινωνικό σκοπό, ο δημιουργός της το έχει δηλώσει, δεν είναι κάτι που προέκυψε συμπτωματικά. Κάλλιστα, λοιπόν, θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς αμέτρητα άλλα σενάρια όπου οι όροι του δράματος να είχαν κάπως αντιστραφεί. Πχ ο νέος να είχε οδηγηθεί στον τερματισμό της δικής του ζωής αντί στη βία ενάντια σε κάποιον άλλο. Υπερβολή λέτε; Ας πάμε επιτέλους σε αυτό που σας υποσχέθηκα στην αρχή και ας κάνουμε τη σύνδεση με το δεύτερο μισό του τίτλου του άρθρου αυτού: Η Γενιά του Άγχους.
Κυκλοφορεί πρόσφατα και στα Ελληνικά το βιβλίο του Johnathan Haidt “Η Γενιά του Άγχους” (“The Anxious Generation”). Ο ίδιος συγγραφέας, εξελικτικός/κοινωνικός ψυχολόγος, έχει γράψει επίσης τα εξαιρετικά “The Happiness Hypothesis”, ” The Righteous Mind” (αν πρόκειται να διαβάσετε ένα βιβλίο αυτή τη δεκαετία με σκοπό να καταλάβετε τους ανθρώπους γύρω σας, ας είναι αυτό) και το “The Coddling of the American Mind”.
Στη Γενιά του Άγχους, για να το περιγράψω εξαιρετικά συμπυκνωμένα, κάνει την παρατήρηση ότι στο δυτικό κόσμο (με την ευρεία έννοια: ΗΠΑ, Αυστραλία, Δυτική Ευρώπη) υπάρχει από το 2010 και μετά ραγδαία αύξηση περιστατικών ψυχικών διαταραχών και κατάθλιψης στα νέα παιδιά. Και κάνει την υπόθεση ότι η επιδραστικότερη αιτία αυτών είναι η μεταστροφή από την ανάπτυξη των παιδιών ως μια διαδικασία ελεύθερου παιχνιδιού σε μια διαδικασία με έντονη επιρροή από το διαδίκτυο και τα κοινωνικά δίκτυα. Ορόσημο είναι η εποχή μετά το 2010 όπου πρακτικά όλα τα παιδιά από μικρή ηλικία έχουν πλέον δικό τους κινητό και ανεξέλεγκτη πρόσβαση στα μέσα αυτά.
Προσωπικά στο ίδιο πνεύμα θα πρόσθετα και μερικές άλλες παραμέτρους όπως: ο ασφυκτικός υπερπροστατευτισμός των σύγχρονων γονέων, που δεν αφήνει χώρο να αναπτυχθούν χρήσιμες άμυνες και δεξιότητες στα παιδιά τους, η συνεχής εγρήγορση για ψυχολογικά προβλήματα και μικρο-διαταραχές που πρέπει πάση θυσία να αντιμετωπιστούν, που ίσως τείνει σε φαινόμενα υπερ-διόρθωσης, η εντατική προσπάθεια βελτιστοποίησης κάθε πράξης και κάθε επιλογής της ζωής των παιδιών, που κάνει κάθε απόφαση να φαντάζει κρίσιμη για το μέλλον τους και κάθε λοξοδρόμηση ως αποτυχία ζωής, οι τεράστιες προσδοκίες που προβάλουν οι γονείς στα παιδιά και η προφανής πίεση που αυτό μπορεί να ασκήσει και, τέλος, η συνεχής κατήχηση ότι ο κόσμος μας πάει κατά διαόλου (ο πλανήτης καταστρέφεται, η παγκόσμια υπερθέρμανση, δεν έχουμε ελευθερία, η δημοκρατία απέτυχε, τα δύο φύλα βρίσκονται σε μια συνεχή πάλη τάξεων, το παρελθόν μας είναι αποικιοκρατικό και χρωστάμε στους λαούς που καταπιέσαμε κλπ).
Πλάθουμε δηλαδή αδύναμους και αδέξιους χαρακτήρες και τους πετάμε σε μια αρένα όπου τους έχουμε υποσχεθεί λιοντάρια. Ένα ολοένα και αυξανόμενο ποσοστό αυτών μοιραία λυγίζει! Άλλο ένα ποσοστό, ενώ δε θα συναντήσει λιοντάρια, θα λυγίζει ακόμη και μπροστά σε γάτες. Μπορεί κανείς να φέρει το αντεπιχείρημα ότι, αντί να κάνουμε τους ανθρώπους πιο δυνατούς, ας κάνουμε τη ζωή πιο εύκολη. Όμως αυτή η λογική χάσκει γιατί δεν ελέγχουμε όλη την πραγματικότητα γύρω μας και οι κοινωνικές αλλαγές δε συμβαίνουν μαγικά από τη μια στιγμή στην άλλη. Ήδη άλλωστε έχουμε ζήσει γιγαντιαίες θετικές αλλαγές μέσα σε λιγότερο από έναν αιώνα (αναφέρομαι στην εποχή μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τον οποίο φαίνεται, δυστυχώς, να έχουμε ξεχάσει και ξεπεράσει με επώδυνο πλέον τρόπο, αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση).
Σταματώ τη δική μου παρέμβαση των τελευταίων δύο παραγράφων στο βιβλίο του Haidt και συνεχίζω με τα δικά του ευρήματα. Μπορείτε να τον απολαύσετε και οι ίδιοι καθώς, πέρα από τα βιβλία του, είναι διαθέσιμες πολλές ομιλίες του online, πχ εδώ μπορείτε να παρακολουθήσετε στα πρώτα 30 λεπτά τον ίδιο να περιγράφει την κεντρική ιδέα του βιβλίου του. Δώστε λίγη προσοχή σε φράσεις-κλειδιά όπως “play-based childhood was replaced suddenly by phone-based childhood” και “we have overprotected our children in the real world and have underprotected them online” και “the great rewiring of childhood”:
Αλλά δεν πρόκειται για μια θεωρητική υπόθεση. Ο Haidt βρίσκει νούμερα και τα μελετά και βγάζει ενδιαφέρονται συμπεράσματα. Μέχρι το 2012 δεν παρατηρείται κάποια ιδιαίτερη αυξομείωση στα στατιστικά ψυχικών διαταραχών των εφήβων. Αλλά από το 2012 και έπειτα τα ποσοστά κατάθλιψης και αγχώδους διαταραχής εκτοξεύονται. Στοιχεία από τα γραφεία ψυχολογικής υποστήριξης των πανεπιστημίων της Αμερικής:
Ένα στα τρία κορίτσια έχουν υποφέρει ένα σημαντικό περιστατικό κατάθλιψης, κάτι που σημαίνει ότι έχουν σκεφτεί ακόμη και την εκδοχή της αυτοκτονίας:
Τα νούμερα κοριτσιών με πραγματικά καταγεγραμμένα στα επείγοντα νοσοκομείων περιστατικά αυτοτραυματισμών σχεδόν τριπλασιάζονται. Είναι κλινικά περιστατικά, όχι απλές προσωπικές εκτιμήσεις:
Επιπλέον παρατηρείται σημαντική αύξηση στα ποσοστά αυτοκτονιών, στις οποίες τα αγόρια έχουν μεγαλύτερα νούμερα, γιατί οι απόπειρές τους είναι, δυστυχώς αυτή είναι η αλήθεια, πιο βίαιες και με μεγαλύτερες πιθανότητες να αποβούν πράγματι μοιραίες.
Δείτε την παρουσίασή του κι ακόμη καλύτερα διαβάστε το βιβλίο του. Εξηγεί τα παραπάνω δεδομένα πολύ πιο αναλυτικά και τακτοποιημένα και -πιστεύω- πειστικά με δεδομένα και παραδείγματα. Εξηγεί πώς περάσαμε σε μια ανάπτυξη νέων παιδιών αφύσικη. Οι προθέσεις μας ήταν καλές αλλά κάποια πράγματα ξέφυγαν από τον έλεγχο και αφήσαμε τα νέα παιδιά ανοχύρωτα σε έναν αχανή και επικίνδυνο κόσμο, αυτό του διαδικτύου και των κοινωνικών δικτύων, έναν κόσμο που δε γνωρίζαμε και αναπτυσσόταν κι αυτός γύρω μας προτού μπορέσουμε καλά-καλά να τον χωνέψουμε.
Το επιχείρημα είναι τόσο διαισθητικά λογικό που ίσως μοιάζει και απλοϊκό. Αλλά ίσως τελικά είναι αυτό που βρίσκεται τόσον καιρό κάτω από τη μύτη μας, όλοι το ξέρουμε, αλλά αδυνατούμε να ακουμπήσουμε μουδιασμένοι περιμένοντας ποιος θα κάνει την πρώτη κίνηση. Μέχρι κάποιος να το δείξει, να το πει με το όνομά του και να προτείνει κάποια δημιουργική αντίδραση.
Κι ακόμη, δεν πρόκειται για ένα φαινόμενο που αφορά αποκλειστικά τους σκληρούς μπαμπάδες που δεν αγκαλιάζουν τα αγόρια τους και αυτά μεγαλώνουν ως τοξικοί άνδρες που θα σκοτώνουν και θα κακοποιούν κορίτσια. Αφορά όλα τα νέα παιδιά που βιώνουν μια αφύσικη για ανθρώπινα όντα ενηλικίωση και εκτίθενται πολύ νωρίς σε κινδύνους που δε μπορούν να διαχειριστούν, ενώ δεν προετοιμάζονται για την πραγματική ζωή. Ακούγεται σαν το μονόλογο ενός μπούμερ, αλλά καμιά φορά κι αυτοί έχουν δίκιο.
Update 1:
Σήμερα 03/04/204 έπεσε στα χέρια μου Πανελλήνια έρευνα του ΕΠΙΨΥ από το 2022 σχετικά με την ψυχική υγεία των εφήβων, με το εξής δραματικό (αν είναι πραγματικό και όχι φουσκωμένο) στατιστικό:
Περισσότεροι από ένας στους τρεις 15χρονους μαθητές (34,1%) αναφέρουν ότι έχουν σκεφτεί, έστω και μία φορά, να βλάψουν τον εαυτό τους ενώ ένας στους επτά (13,7%) απαντούν ότι έχουν κάνει έστω και μία απόπειρα αυτοκτονίας – με έναν στους 5 εξ αυτών να έχει χρειαστεί ιατρική περίθαλψη.
“Η Πανελλήνια Έρευνα του ΕΠΙΨΥ για τις Συμπεριφορές που Συνδέονται με την Υγεία των Εφήβων-μαθητών εκπονείται από το 1998 ανά 4ετία ως το εθνικό σκέλος του διεθνούς ερευνητικού προγράμματος Health Behaviour in School-aged Children (www.hbsc.org), το οποίο τελεί υπό την αιγίδα του Π.Ο.Υ. Στην έρευνα του 2022 συμμετείχε πανελλήνιο αντιπροσωπευτικό δείγμα 6250 μαθητών της ΣΤ΄ Δημοτικού, της Β΄ Γυμνασίου και της Α΄ Λυκείου […] Η έρευνα χρηματοδοτήθηκε μερικώς από το Υπουργείο Υγείας.”
Update 2:
Στο ίδιο θέμα διαβάζω με πολύ ενδιαφέρον στο άρθρο του Δρ. Θεόδωρου Παπαγαθονίκου, Λέκτορα Ψυχολογίας και Διδάκτωρ του Κέντρου Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου του Λονδίνου (Queen Mary University of London):
εκτύπωση Κατηγορίες: απόψεις, είδα | rss 2.0 | trackback“Το να υποθέσει κάνεις ότι μπορεί ένας έφηβος μεγαλωμένος σε μία μη κακοποιητική οικογένεια να διαπράξει φόνο χωρίς να υπάρχει σοβαρή διαταραχή προσωπικότητας, είναι μία επικίνδυνη και κυρίως αντιεπιστημονική υπεραπλούστευση.”