Η Βουλγαρία δεν είναι καθόλου γνωστή σε εμάς τους Έλληνες. Κυρίως τη γνωρίζουμε μέσα από στερεότυπα κοινωνικά (οι Βούλγαροι φέρονται “έτσι”, οι Βουλγάρες μοιάζουν “αλλιώς”), μα και πολιτικά (μια χώρα του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού, του ανατολικού μπλοκ, του πεσόντος κομμουνισμού), αλλά και μέσα από κακεντρεχείς ποδοσφαιρικούς χαρακτηρισμούς (Βούλγαροι, χανούμισες, βαζέλες, γαύροι, κλπ). Είναι πολύ κοντινοί μας γείτονες αλλά τους γνωρίζουμε ελάχιστα. Τελικά αποδεικνύεται ότι δεν είναι παρά σακριβώς αυτό: γείτονες, άνθρωποι που επιβιώνουν μέσα στην ιστορία τους.
Μπαίνοντας στη Βουλγαρία το φυσικό τοπίο είναι απόλυτα όμοιο με το ελληνικό. Έχει γίνει λίγο πιο μελαγχολικό, λίγο πιο βόρειο, πιο βροχερό, πιο συννεφιασμένο ήδη περνώντας έξω από τις Σέρρες και το Κιλκίς και συνεχίζοντας προς τα πάνω. Αλλά εδώ η μελαγχολία εμπεδώνεται λιγάκι. Χωριά με κάμποσα εγκαταλελειμένα σπίτια. Σπίτια με ποικίλους γήινους χρωματισμούς που δένουν τη μελαγχολία του νεφελώδους ουρανού με τη – νομίζεις μονίμως – βρεγμένη γη. Σχεδόν όλα με κεραμιδοσκεπές τριγωνικές, χωρίς ταράτσες, με λίγα μπαλκόνια. Λίγο γραφικά, λίγο παρατημένα. Λίγο σα να έμειναν πίσω στην εξέλιξη του χρόνου αλλά, ταυτόχρονα, εκτέθηκαν στην τεχνολογία, την πρόοδο, το δυτικό πολιτισμό. Βλέπεις ταυτόχρονα μια Bentley να προσπερνά ένα γαϊδούρι που σέρνει μια άμαξα.
Βρίσκομαι στο σπίτι ενός ευγενέστατου Βούλγαρου, του Lubo, τον οποίο βρήκα μέσω του εξαιρετικού AirBnB. Ό,τι είπε ήταν αλήθεια για το σπίτι του. Βρίσκεται στη γειτονιά Lozenets, στη Σόφια, ακριβώς απέναντι από την έκταση που ο κομμουνιστής δικτάτορας Zhivkov είχε την κατοικία του. Το αποτύπωμα του κομμουνισμού δεν είναι ορατό στο γυμνό μάτι αλλά έχει αφήσει τη γεύση του. Λες και αυτή η χώρα θα μπορούσε να είναι μια “κανονική” (συγνώμη για την έκφραση) ευρωπαϊκή χώρα που κάτι την καθυστέρησε, κάποιο αόρατο χέρι την κράτησε λίγο πίσω (κοίτα ποιος μιλάει, ο Έλλην). Όλο αυτό το αίσθημα ταιριάζει στη μελαγχολία του καιρού και του τοπίου της. Αλλά οι άνθρωποί της έχουν κι αυτοί δυο χέρια, δυο πόδια, δυο μάτια κοκ, όπως εμείς. Το επιβεβαιώνω.
Βγαίνοντας από τα σύνορα ήρθαμε γρήγορα αντιμέτωποι με το στερεότυπο. Ένας νεαρός Βούλγαρος φτωχοδιάβολος είχε κάνει εντελώς αυθαίρετα κατάληψη στις τουαλέτες ενός σταθμού αυτοκινήτων στην εθνική οδό και ζητούσε (λίγα) χρήματα για την “υπηρεσία” της χρήσης αυτής από τους περαστικούς. Έγιναν παράπονα. Ήταν γνωστή περίπτωση. Ήρθε η αστυνομία και τον έδιωξε. Λίγο πιο μετά, φτάνοντας στον κεντρικό σταθμό των λεωφορείων, στη Σόφια, κάποιος μας άκουσε να μιλάμε ελληνικά, μας πλησίασε και μας παρακάλεσε αν μπορούμε να του αλλάξουμε μερικά lev με ευρώ γιατί ήθελε άμεσα να ταξιδέψει στην Ευρώπη και οι τράπεζες ήταν κλειστές. Τα πρώτα ταξί, δε, αρνήθηκαν τη συνεννόηση στα αγγλικά, μιας και δε μπορούσαν προφανώς να τη φέρουν σε πέρας.
Μετά γνωρίσαμε το Stefan. Με το ελληνικό όνομα, όπως ο ίδιος επισήμανε! Βούλγαρος ταξιτζής, μεγαλόσωμος, γελαστός. Που έχει γιο που παίζει στην ομάδα της Λάρισας τερματοφύλακας. Που πήγε πρόπερσι το καλοκαίρι στη Χαλκιδική διακοπές (πού θα έβρισκε καλύτερα;). Που μιλούσε τρεις με τέσσερεις λέξεις αγγλικά ικανές όμως για να κάνει υποτυπώδεις συζητήσεις με εμάς, τους πελάτες του. Μας πήγε ακριβώς εκεί που θέλαμε με χαμόγελο και χωρίς κρυμμένα κόστη. Αστειευτήκαμε με τη χρήση των GPS στα ταξί. Μας είπε ότι του το είχε στήσει ένας χάκερ! Μας είπε για τον κομμουνισμό, για τη μεγάλη κλινική, για την κατοικία του παλιού δικτάτορα. “Yes money… all OK!”, κατέληξε σε περισσότερες από μία φράσεις του. Κοινώς, όπου υπάρχει χρήμα υπάρχει και τρόπος.
Το ίδιο βράδυ, πεινασμένοι, συναντήσαμε άλλο νεαρό ταξιτζή και του ζητήσαμε να μας πάει κάπου να φάμε. “Not McDonalds! Traditional Bulgarian.”, του ζητήσαμε. “Ah, not centre!”, μας είπε αμέσως. Πήρε ένα τηλέφωνο κι άρχισε να απομακρύνεται από το κέντρο. Αστειευτήκαμε πικρόχολα μεταξύ μας στα ελληνικά για το πού θα μας πήγαινε και αν τα νεφρά μας βρίσκονταν σε κίνδυνο. Καταλήξαμε σε μια συνοικιακή ταβέρνα (Гостилница Краси – μην προσπαθήσεις να το προφέρεις), λίγο πιο έξω από το Lozenets. Μπήκε μαζί μας στην ταβέρνα, μίλησε με τους σερβιτόρους και μας πήγε απευθείας σε ένα τραπέζι που έγραφε “Reserved” (μικρά ρίγη συγκίνησης). Φάγαμε του σκοτωμού μια επική ποικιλία με μεγειρεμένα κρέατα και ανακατεμένα λαχανικά και φασόλια, την οποία διαλέξαμε στα τυφλά από έναν κατάλογο μόνο στα βουλγαρικά, έπειτα από την προτροή μιας ευγενέστατης νεαρής σερβιτόρας. Τώρα προσπαθώ μάταια να την αφομοιώσω (την ποικιλία) συνοδεία μιας μπύρας Stolichno, που ο οικοδεσπότης Lubo μας άφησε στο ψυγείο του. Ύστερα, με μια αναπάντηση ο φίλος ταξιτζής ήρθε και μας πήρε για να μας επιστρέψει στο σπίτι. Δεν πήγαμε στο κέντρο απόψε.
Το πρωί ξεκινά το WordCamp 2014, της Σόφιας. Οι αδελφοί Βούλγαροι αξιώθηκαν να το διοργανώσουν, παρόλα τα στερεότυπα που τους προσάπτουμε. Θα είναι πολλά καλά παιδιά της κοινότητας εκεί. Θα είναι και δυο ελληνικές startups (περίσσεια περηφάνεια). Της μιας από αυτές σχεδιάσαμε και αναπτύξαμε την ιστοσελίδα. Το βράδυ θα έχει πάρτυ για τους συμμετέχοντες στο WordCamp. Η μέρα θα είναι γεμάτη WordPress και γνωριμίες και συναντήσεις με ορεξάτους ανθρωπους που αγαπούν τις ίδιες τεχνολογίες με εμάς. Στη Σόφια, την πρωτεύουσα της Βουλγαρίας, που είναι γεμάτη Βούλγαρους.
εκτύπωση Κατηγορίες: wordpress, wordpress greek community, διαδίκτυο, ήμουν εκεί | rss 2.0 | trackback