14 Οκτωβρίου, 2022

Ο θάνατος είναι το μόνο… σίγουρο πράγμα στη ζωή αυτή. Άσχετα με το τι πιστεύει κανείς για το “μετά”, το πριν είναι απολύτως καθορισμένο. Αν γεννηθείς, κάποτε θα πεθάνεις. Ο κύκλος της ζωής, η φυσική ροή των πραγμάτων κλπ κλπ κλπ. Ποια είναι η στάση μας όμως απέναντί του; Από τη μια προσπαθούμε να παρατείνουμε την ανθρώπινη ζωή όσο το δυνατόν περισσότερο, φτάνουμε στο σημείο να αναρωτιόμαστε αν οποιαδήποτε ποιότητα ζωής αξίζει τον κόπο ή αν είναι αποδεκτή η ευθανασία, καταφεύγουμε στην αναλυτική ηθική (ατομικό δικαίωμα) ή στη θρησκεία (χρέος). Όλα αυτά για να διαχειριστούμε κάπως το αναπόφευκτο κι αναπόδραστο του γεγονότος.

Στο μυαλό μου έχω δύο θανάτους των τελευταίων 30 ετών. Ο ένας είναι ο θάνατος του ολυμπιονίκη του ταεκβοντό Αλέξανδρου Νικολαΐδη, που πέθανε σήμερα στα 42 του μόλις χρόνια, έπειτα από σπάνια μορφή καρκίνου, μια κατάσταση που γνώριζε, την οποία πάλεψε για καιρό. από την οποία ταλαιπωρήθηκε άσχημα και από την οποία τελικά και κατέληξε. Και καθώς φαίνεται από την τελευταία του ανάρτηση στο Facebook αυτό έγινε γενναία, με στωικότητα και περηφάνεια. Ήταν κάτι που συγκίνησε και έκανε αίσθηση. Μακάρι όλοι μας να μπορούμε να επιδεικνύουμε αντίστοιχες αρετές μπροστά σε τόσο μεγάλες δυσκολίες, υποθέτω ότι αναλογιζόμαστε όλοι.

Υπάρχει και ένας άλλος θάνατος, πολύ διαφορετικός, αυτός του καθηγητή Δημήτρη Λιαντίνη, το 1998. Ο Λιαντίνης είναι οριακά μυθική προσωπικότητα πλέον, καθηγητής, φιλόλογος, φιλόσοφος, άνθρωπος που έκανε αίσθηση με την παρουσία του αλλά και σε μεγάλο βαθμό με το θάνατό του: μια αυτοκτονία που προγραμμάτισε, σχεδίασε και, όπως φαίνεται, ολοκλήρωσε με -και αυτό είναι που ενδιαφέρει σε αυτή την ανάρτησή μου και όχι ο βίος του ανθρώπου- με τα παρακάτω λόγια που μάλιστα τα έγραψε σε αποχαιρετιστήριο γράμμα προς την κόρη του: ” Φεύγω αυτοθέλητα. Αφανίζομαι όρθιος, στιβαρός και περήφανος. Ετοίμασα τούτη την ώρα βήμα- βήμα ολόκληρη τη ζωή μου, που υπήρξε πολλά πράγματα, αλλά πάνω από όλα εστάθηκε μια προσεκτική μελέτη θανάτου. […] Πεθαίνω υγιής στο σώμα και στο μυαλό, όσο καθαρό είναι το νωπό χιόνι στα όρη και το επεξεργασμένο γαλάζιο διαμάντι. […] Έζησα έρημος και ισχυρός”.

Διακρίνω μια συγκλονιστική αντιδιαστολή ανάμεσα σε αυτούς τους δύο θανάτους. Ο ένας επιλέγει και μάλιστα περήφανα, όπως το διατρανώνει, τη στιγμή και τον τρόπο του θανάτου του. Ο άλλος δεν τον επιλέγει, η επιλογή έρχεται με φυσικό τρόπο, αλλά υπομένει την επώδυνη μοίρα του ως το τέλος. Συγκλονιστική αντίστιξη! Ο πρώτος “νικά” επιλέγοντας, ο δεύτερος υπομένοντας! Τι νίκησαν; Όχι το θάνατο, αλλά τον προσωπικό, εσωτερικό τους αγώνα απέναντί του.

Η ένστασή μου στην επιλογή του Λιαντίνη, αν μπορεί κανείς να πει ότι μπορεί να υπάρχουν ενστάσεις σε αυτά τα πράγματα, είναι διπλή. Από τη μια πλευρά, μια τέτοια, μη εξαναγκασμένη από κάτι ανίκητο αυτοκτονία, μπορεί να χαρακτηριστεί δειλία. Φεύγει όσο είναι ακόμη ακμαίος, θα πει κανείς, γιατί δε μπορεί να αντέξει τη φθορά και τη διαδικασία προς το θάνατο. Και αυτό το μετατρέπει τάχαμου σε πράξη γενναιότητας! Αυτή η διαδικασία προς το θάνατο, όμως, είναι η ίδια η ζωή και το συμβόλαιό μας μαζί της λέει πως δεν υπάρχουν υποσχέσεις και εγγυήσεις.

Από την άλλη, σε ένα διαφορετικό επίπεδο ανάλυσης, αποδρά από την άγνοια της φύσεως του θανάτου που μοιραία κάποτε θα τον έβρισκε. Γιατί αυτή η άγνοια είναι μια φοβερή παράμετρος του φόβου το θανάτου. Δεν είναι δηλαδή μόνο ο φόβος του ίδιου του θανάτου που μπορεί να μας συνθλίψει, άλλωστε την ύπαρξή του τη γνωρίζουμε με βεβαιότητα, αλλά η άγνοια του τρόπου με τον οποίο αυτός θα επέλθει. Είναι η διαδικασία του να ζεις μέρα με τη μέρα γνωρίζοντας ότι εκείνη μπορεί να είναι η τελευταία ή να είναι αυτή που θα μάθεις ότι σου συμβαίνει κάτι ανίκητο που θα επέλθει πολύ σύντομα.

Αυτό το τελευταίο συνέβη στον Νικολαΐδη. Έμαθε τον τρόπο με τον οποίο θα πεθάνει και κατά πάσα πιθανότητα μαζί έμαθε και προσεγγιστικά το χρόνο στον οποίο αυτό θα γίνει. Κι επέλεξε να δώσει μια μάχη ως τέλος. Μια μάχη στην οποία σίγουρα πόνεσε και σίγουρα ήταν επώδυνη και για το κοντινό του περιβάλλον. Είχε οικογένεια, μικρά παιδιά. Στην τελευταία του ανάρτηση μάλιστα λέει σπαρακτικά πόσο χαίρεται που η κόρη του κατάφερε να φτάσει σε ηλικία, μικρή μεν, αλλά ικανή να την κάνει να τον θυμάται. Όταν αυτός διαγνώστηκε εκείνη ήταν 3, τώρα είναι 5, θα μπορεί να τον  θυμάται!

Μπαίνω στον πειρασμό να προσπαθήσω να κρίνω τον καθένα από τους δύο τους για την επιλογή του. Αμφιταλαντεύομαι. Ο Λιαντίνης δείλιασε επιλέγοντας το τέλος. Όχι δε δείλιασε γιατί τόλμησε να το επιλέξει και να το κάνει και πράξη. Ο Νικολαΐδης ήταν γενναίος γιατί άντεξε ως το τέλος. Όχι δεν ήταν γιατί αποδέχτηκε μοιρολατρικά ό,τι του έμελλε και προκάλεσε και πόνο στους γύρω του.

Χωρίς να θέλω να πω πολλά μεγάλα λόγια, η περίπτωση Νικολαΐδη νομίζω κερδίζει μέσα μου ως στάση ζωής. Έτσι θα πρότεινα να αντιμετωπίζουμε τη ζωή γενικά: με αισιοδοξία και αγώνα ως το τέλος. Γιατί αυτή πιστεύω ότι θα πρέπει να είναι η στάση ζωής μας, που γίνεται αυτομάτως και διδασκαλία-παράδειγμα προς τους νεότερους και τα παιδιά μας. Γιατί είναι μια διδαχή χρήσιμη και στην υπόλοιπη ζωή μας, όχι μόνο όταν έχουμε να διαχειριστούμε ζητήματα ζωής και θανάτου.

Τέλος, αναγνώστη, ας μη με κρίνεις κι εσύ εμένα. Είναι απλώς σκέψεις μπροστά στις οποίες στέκομαι με δέος αλλά χωρίς τελικές απαντήσεις και στην προσπάθεια να διαχειριστώ αυτό το μικρό προσωπικό δράμα που όλοι οι άνθρωποι μοιραζόμαστε, ότι είμαστε περαστικοί.

εκτύπωση Κατηγορίες: απόψεις, δε βαριέσαι | rss 2.0 | trackback | 1 σχόλιο
8 Νοεμβρίου, 2021

Φρενάρισε έξω από το φαρμακείο της γειτονιάς. Ανεβοκατέβασε το τζάμι στα γρήγορα για να φύγει λίγη από την πρωινή υγρασία του Νοέμβρη και να δει καλύτερα. Μια μικρή βλαστήμια του ξέφυγε. Δευτέρα πρωί 08:30 και η ουρά ήδη σχηματισμένη. Θέση για παρκάρισμα καμία. Έβαλε πρώτη, τα λάστιχα έτριξαν και χάθηκε στη γωνία. Λίγο πιο κάτω, δίπλα σε ένα κάδο σκουπιδιών, μισή θέση κενή. Πέταξε το αυτοκίνητο εκεί στα πρόχειρα. Μισό παρκαρισμένο κανονικά, μισό μπροστά στον κάδο. Το σκουπιδιάρικο είχε ήδη περάσει πολύ νωρίς, δε θα εμπόδιζε κανέναν.

Έτρεξε να πάρει θέση στην ουρά. Αναγνώρισε κάμποσες γνωστές φάτσες. Περισσότερες από όσες θα ήθελε. Κάθε φάτσα σήμαινε 2-3 λεπτά περισσότερης αναμονής. Αλλά αυτό δεν τον πείραξε. Πιο πολύ τον πείραζε η ιδέα ότι το ο κάδος με τα σκουπίδια μπορεί να γλιστρούσε κατά τύχη και να του έγδερνε το αυτοκίνητο. Ήταν καινούριο πρακτικά, ακόμη ξεπλήρωνε τις δόσεις, δεν ήταν να τρέχει και στα φαναρτζίδικα. Κι αυτό το εβδομαδιαίο ραντεβού έξω από το φαρμακείο είχε κι αυτό το κόστος του.

Όμως αυτός θα παρέμενε πιστός στις αρχές του. Ράμπιτ τεστ κάθε Δευτέρα πρωί πριν τη δουλειά μέχρι να σβήσει ο ήλιος. Δεν είναι να ρισκάρουμε με την υγεία μας και να βάζουμε στο σώμα μας πειραματικές ουσίες. Καλύτερα στα σίγουρα. Αυτό σκέφτηκε κι άναψε ένα τσιγάρο καθώς πήρε τη θέση του στην ουρά.

Η ουρά δεν ήταν και τόσο άσχημη τελικά. Δυο θέσεις μπροστά ήταν η κοκκινομάλλα με τις μίνι φούστες και τις ψηλές μπότες, που, κατά τα φαινόμενα, ξυπνούσε τις Δευτέρες τα πρωινά περίπου την ίδια ώρα με αυτόν. Κάποιες από αυτές τις Δευτέρες είχαν βρεθεί και ο ένας πίσω από τον άλλο. Προτιμούσε τις περιπτώσεις όπου βρισκόταν αυτός πίσω της. Πλέον αντάλλασσαν και μια καλημέρα ο ένας με τον άλλο. Αυτή δούλευε σε κάποιο γραφείο. Αυτός επίσης. Είχαν κοινές αναφορές.

Δυο λεπτά αργότερα κατέφτασε στην ουρά η μαυρομάλλα που βαφόταν σχετικά έντονα. Δεν τον χάλαγε όμως. Κι αυτή πάνω-κάτω τακτική στο ραντεβού της. Όπως και στις αρχές της, άλλωστε! Με αυτήν δεν είχαν ακόμη συνάψει οικειότητες. Στάθηκε πίσω του. – Ευκαιρία, σκέφτηκε αυτός.

Έτριψε τα χέρια του. Ήπιος ακόμη ο χειμώνας και ο ήλιος ανέβαινε σιγά-σιγά στο βάθος. Αλλά πετάχτηκε από το αυτοκίνητο χωρίς σακάκι κι αισθάνθηκε λιγάκι το Νοέμβρη στα κόκαλά του. Αυτό το τρίψιμο των χεριών όμως ήταν ταυτόχρονα και κίνηση προσέγγισης. – Δροσούλα έχει σήμερα, είπε στη μαυρομάλλα. – Ναι, ναι, του έγνεψε εκείνη χαμογελαστά.

Την αρχή του φλερτ διέκοψε η φωνή του φαρμακοποιού, καθώς βγήκε στο κατώφλι του καταστήματος να συντονίσει την ουρά, η οποία είχε μεγαλώσει. – Όσοι έχουν έρθει για ράπιντ τεστ να σταθούν στα δεξιά, παρακαλώ, φώναξε. Χωρίς δεύτερη κουβέντα το μεγαλύτερο μέρος της ουράς μετακινήθηκε προς τα δεξιά, με τιμιότητα και τάξη, χωρίς να χαλάσει τη σειρά προτεραιότητας. Οι λίγοι υπόλοιποι πελάτες άρχισαν να εξυπηρετούνται από έναν υπάλληλο του φαρμακείου, ενώ αυτοί στα δεξιά από τους υπόλοιπους.

– Η ουρά εδώ είναι για τα τεστ, ακούστηκε μια φωνή από το δρόμο. Ένας οδηγός είχε κατεβάσει το τζάμι και ρωτούσε. Ή κοιτούσε την κοκκινομάλλα. Ή και τα δύο. – Ναι, ναι, εδώ είναι, του είπαν δυο-τρεις εν χορώ. Ανέβασε το τζάμι και συνέχισε, αναζητώντας θέση για παρκάρισμα. – Δίπλα στον κάδο δε σε βλέπω να βρίσκεις, αναφώνησε χαιρέκακα. – Πώς είπες; ρώτησε η μαυρομάλλα. – Τίποτα-τίποτα, κάτι δικά μου, είπε αυτός.

Η ουρά στα αριστερά είχε εκμηδενιστεί. Η ουρά στα δεξιά όλο και αυξανόταν. Η ώρα πλησίαζε 09:00. Καλή η πλάκα και το φλερτ αλλά πόσο ευέλικτο να το κάνεις και το ωράριο! Είχε αρχίσει να αδημονεί. Παραδίπλα μακριές μπατονέτες βυθίζονταν σε ανθρώπινα ρουθούνια πυρετωδώς. Βαθιά. Πολύ βαθιά. Πιο βαθιά από τα όρια της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

– Φανταστείτε να έπρεπε να μπαίνει σε άλλη τρύπα η μπατονέτα, κάγχασε ανυπόμονα και κάπως φωναχτά, δε θα τελειώναμε ποτέ. Κανασδυό νεαροί ακόμη πιο πίσω χασκογέλασαν. Η κοκκινομάλλα και η μαυρομάλλα χαμογέλασαν. Οι υπόλοιποι δεν άκουσαν ή έκαναν ότι δεν άκουσαν. Παρολαυτά πήρε θάρρος και συνέχισε. – Διαχωρίζουν τους ανθρώπους, οι εμβολιασμένοι από εδώ, οι ανεμβολίαστοι από εκεί, λες και είμαστε πρόβατα.

– Σας παρακαλώ, κύριε, μη φωνάζετε, του έτεινε κάπως αυστηρά ο φαρμακοποιός, βγάζοντας κάπως απότομα μια μπατονέτα από ένα ρουθούνι. Η φάτσα στο ρουθούνι μόρφασε. – Με συγχωρείτε, δεν ήθελα να σας πονέσω, είπε ο φαρμακοποιός στη φάτσα. Η φάτσα δεν είπε τίποτα. Ήθελε απλά να τελειώνει.

Μαζεύτηκε και δε συνέχισε το λογύδριο. Το προηγούμενο βράδυ μόλις είχε διαβάσει μερικά καταπληκτικά άρθρα στην ομάδα του Φέισμπουκ που παρακολουθούσε, τους “Έλληνες Ενωμένους Ενάντια στο Ταξικό Σύστημα Ιατρικής” (ΕΕΕΤΣΙ). Ήταν έτοιμος να αραδιάσει μερικά στατιστικά που θα έκαναν και νομπελίστες να γονατίσουν. Αλλά κρατήθηκε, είπε να δώσει τόπο στην οργή. Η σειρά του έφτανε κιόλας.

Η κοκκινομάλλα πήρε τη θέση της για τη ρουθουνιά. Κάθισε στην καρέκλα που είχε τοποθετήσει ο φαρμακοποιός για αυτή τη δουλειά, έγειρε προς τα πίσω με χάρη και τον άφησε να επιτελέσει αυτή την ανίερη αλλά απαραίτητη πράξη. Ο φαρμακοποιός δεν είχε ιδέα για αυτές της τις σκέψεις και πράγματι ολοκλήρωσε την πράξη του γρήγορα. Αυτή σηκώθηκε χαμογελαστή. – Όλα συνηθίζονται, είπε προς καμία συγκεκριμένη κατεύθυνση.

Η υπομονή του αυτομάτως ξαναγέμισε σαν επαναφορτιζόμενη μπαταρία. Της έγνεψε αντίο γελαστά και άρχισε να παίρνει τη θέση του κι εκείνος. Ένας, δύο… ήταν τρίτος στη σειρά πλέον. Ώρα 09:10. – Πάμε να το κάνουμε και σήμερα, σαν άντρες, σκέφτηκε, σιγά το πράμα.

Κάθισε στην καρέκλα. Ήταν ζεστή. Έγειρε πίσω το κεφάλι αργά και υπομονετικά. Ο φαρμακοποιός έβγαλε τις δοκιμαστικές μπατονέτες από το σακουλάκι τους και έσπρωξε αργά και απαλά τη μία στο ένα του ρουθούνι. Δεν τον πόνεσε. Ήταν ένα αίσθημα λίγο ενοχλητικό αλλά πλέον γνώριμο. Ένα γαργάλημα που εξελισσόταν σε μικρό κάψιμο. Το κάψιμο γινόταν όλο και πιο έντονο και θύμιζε κάτι ανάμεσα σε παρόρμηση για φτέρνισμα και τάση για αναγούλα.

Έκλεισε τα μάτια και ανέπνευσε μεθοδικά από το στόμα. Ο χρόνος κυλούσε κάπως πιο αργά μα και ανεκτά έτσι. Ήξερε πως δεν έπρεπε να εστιάσει σε εκείνο το σημείο για να μην κάνει την αίσθηση χειρότερη. Ανέπνευσε βαθιά και στη σκέψη του ήρθε η πρωινή υγρασία πάνω στο αυτοκίνητο, που μετατρεπόταν σε νερό, καθώς ο ήλιος ανέβαινε ψηλά, η χαρά της καινούριας ημέρας, η ανυπομονησία να φτάσει στον προορισμό του. Κι εκείνο το τραγούδι που λέει για το τέλος του Νοέμβρη…

Την αυτοσυγκέντρωσή του έσπασε η εισερχόμενη κλήση ενός κινητού. Γύρισε το κεφάλι απότομα. Η μπατονέτα έφυγε από το χέρι του φαρμακοποιού κι έμεινε να κρέμεται από το ρουθούνι του. Η ομήγυρη χαμογέλασε στη θέα του. Ήταν το κινητό της μαυρομάλλας. Έπαιζε το “Wake me up, when September ends”.

– Διάολε, σκέφτηκε, με τη μπατονέτα καρφωμένη στο ρουθούνι και τα βλέμματα στραμμένα πάνω του, λάθος το θυμόμουν το κομμάτι, για το Σεπτέμβριο λέει το κομμάτι, όχι για το Νοέμβριο… ο θεός ξέρει τι άλλο μπορεί να έχω καταλάβει λάθος!

[Photo credit: https://www.pexels.com/photo/ethic-man-looking-through-misted-window-of-car-6965282/]

εκτύπωση Κατηγορίες: δε βαριέσαι | rss 2.0 | trackback | καθόλου σχόλια
20 Σεπτεμβρίου, 2018

Γιατί; Γιατί μπορώ! Κατοχυρώνω τον όρο τώρα. Γεωεπιπεδιστής είναι ο flat earther, δηλαδή ο ψεκασμένος εκείνος άνθρωπος, που πιστεύει ότι η γη είναι επίπεδη, επειδή άλλοι, περισσότερο ψεκασμένοι από αυτόν άνθρωποι τον έπεισαν πως, επειδή αυτό βλέπουν τα μάτια του, αυτό είναι που ισχύει. Δεν τον πείθουν τα Google maps, δεν τον πείθει το GPS, δεν τον πείθει το ταξίδι στο φεγγάρι, δεν τον πείθουν οι δορυφορικές επικοινωνίες, γενικά δεν τον πείθει… τίποτα. Κυκλοφορεί και αναπνέει ανάμεσά μας.

O γεωεπιπεδιστής! Ένας όρος που δεν υπάρχει στα λεξικά που έχω στη διάθεσή μου και δεν εμφανίζεται σε αποτελέσματα μηχανών αναζήτησης. Ως εκ τούτου διεκδικώ την πατρότητα και, γιατί όχι, και τη μητρότητά του. Τον παρέχω, δε στο ευρύ κοινό υπό την άδεια Creative Commons Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0). Για παράπονα και προσβολές του αξιόπατρου ή αξιόμητρου εντός. Θα τηρηθεί αυστηρή σειρά προτεραιότητας.

Φανερά προπαγανδιστική άποψη της γης από τα Google maps (2018)

εκτύπωση Κατηγορίες: δε βαριέσαι | rss 2.0 | trackback | 1 σχόλιο
19 Μαρτίου, 2018

Αυτός ο δύστυχος χώρος της κεντροαριστεράς στην Ελλάδα πάσχει από σοβαρή έλλειψη ανανέωσης και δημιουργικότητας. Τώρα έχει και νέο φορέα/κόμμα, το Κίνημα Αλλαγής. Να σχολιάσω δύο σημεία, από καθαρά και μόνο επικοινωνιακή άποψη, που όμως νομίζω ότι δίνουν ένα στίγμα:

Το όνομα/Κίνημα Αλλαγής:

Φαντασία μηδέν. Αλλαγή ήταν το σύνθημα του Ανδρέα Παπανδρέου το 1981 και πάλι (νέα) αλλαγή ήταν το σύνθημα του Γιώργου Παπανδρέου από το 2004 και μετά. Αλλαγή και τώρα! Μόνο που αλλαγή με τα ίδια και τα ίδια δε γίνεται.

Το λογότυπο/Το τρίχρωμο ρόδο:

Αυτό το ρόδο-ανεμιστήρας είναι το λιγότερο εμπνευσμένο λογότυπο μεγάλου κόμματος που έχω δει. Ο συμβολισμός του είναι τόσο αφόρητα και αβάσταχτα προφανής, που σχεδόν πονάω. Σου φωνάζει από μακριά ότι είναι 3/5 ΣΥΡΙΖΑ, 1/5 ΠΑΣΟΚ και 1/5 ΝΔ. Φωνάζει τις προφανείς εκλογικές προσδοκίες του κόμματος. Φίλε designer, που το σχεδίασες, σε νιώθω, σε καταλαβαίνω, δε σε κατηγορώ για τίποτα, έκανες τη δουλειά σου, έκανες ό,τι σου είπαν.

“Η φαντασία στην εξουσία”, φώναζαν το Μάη του ’68, όσο παρεξηγημένη κι αν είναι η έννοια αυτής. Σίγουρα πάντως φαντασία δε σημαίνει να μένεις καθηλωμένος στις ίδιες κι απαράλλαχτες ιδέες, να μην εξελίσσεσαι. Το ίδιο τραγουδάει και ένα ρεμπετομπλούζ του Στέλιου Βαμβακάρη. Τουλάχιστον αυτός, στο δικό του πεδίο, επέδειξε και δημιουργικότητα και νεωτερισμό.

εκτύπωση Κατηγορίες: δε βαριέσαι, πολιτικά, προσωπικά | rss 2.0 | trackback | καθόλου σχόλια
18 Μαρτίου, 2018

Η κόντρα οδηγών ταξί και μαζί τους Υπουργείου Μεταφορών ενάντια στη BEAT (πρώην TaxiBEAT) έφτασε στο δυσθεώρητης γελοιότητας σημείο να εγκαλείται ο ιδρυτής της εταιρείας Νίκος Δρανδάκης και να δίνει εξηγήσεις στη Συνεδρίαση της Επιτροπής Παραγωγής και Εμπορίου της Βουλής για το νέο νομοσχέδιο του Υπουργείου Μεταφορών, ότι ουσιαστικά… δεν είναι ελέφαντας.

Αξίζει πραγματικά τον κόπο να παρακολουθήσει κανείς μερικά πολύ ενδιαφέροντα στιγμιότυπα, όπου ο κύριος Δρανδάκης, με χαρακτηριστική ψυχραιμία και υπομονή, απαντάει στις ανεκδιήγητες ερωτήσεις της επιτροπής, άλλοτε για θέματα απολύτως νόμιμα, άλλοτε για θέματα εντελώς άσχετα με την εταιρεία του. Κάθε τόσο, δε, παραδίδει απλά μαθήματα ηλεκτρονικού εμπορίου, ηλεκτρονικών συναλλαγών και διαδεδομένων πρακτικών των νεοφυών επιχειρήσεων (startups) του σήμερα.

Δυσκολεύεται κανείς να επιλέξει με τι να εξοργιστεί καλά-καλά πρώτα: με την άγνοια αυτών που θέτουν τις ερωτήσεις για θέματα σχεδόν κοινότοπα εν έτει 2018 και για τα οποία καλούνται να νομοθετήσουν σε μια χώρα που διψάει για ανάπτυξη ή με το προκλητικό και ενίοτε προσβλητικό, γεμάτο ειρωνικούς υπαινιγμούς ύφος τους.

Στο μυαλό μου η συζήτηση ακούστηκε κάπως έτσι:

 

εκτύπωση Κατηγορίες: απόψεις, δε βαριέσαι | rss 2.0 | trackback | καθόλου σχόλια
4 Δεκεμβρίου, 2016

Τελευταία φορά που τσέκαρα, η απάντηση ήταν “ναι”.

Γιατί, αν όχι, τότε μήπως δε μπορεί ένας παχύσαρκος να είναι καθηγητής γυμναστικής; Μπορεί ένας που τραυλίζει να είναι καθηγητής φιλολογικών μαθημάτων; Μπορεί, άραγε, ένας που ντύνεται άσχημα να είναι καθηγητής καλλιτεχνικών; Επιτρέπεται ένας νάνος να διδάσκει Βιολογία; Μπορεί, ακόμη, ένας μαύρος να είναι καθηγητής μαθηματικών; Μπορεί ένας Πακιστανός να είναι καθηγητής Φυσικής; Μπορεί ένας Νιγηριανός να διδάσκει Χημεία; Να διδάσκει ένας χριστιανός οικονομικά; Ένας μωαμεθανός πληροφορική; Ένας άθεος έκθεση;

Η απάντηση σε όλα τα παραπάνω είναι προφανώς “ναι”!

Ή μήπως δεν πρέπει, έτσι κι αλλιώς, ο κάθε παιδαγωγός, όπου παιδαγωγός υποθέτω εννοούμε εκπαιδευτικός διορισμένος από την πολιτεία ως δάσκαλος ή καθηγητής, να αφήνει στο σπίτι του τα ιδιαίτερα στοιχεία της προσωπικότητάς του, τις αδυναμίες του και τα πάθη του; Μήπως είναι λίγοι αυτοί οι εκπαιδευτικοί, που και τώρα νόμιμα ασκούν το επάγγελμά τους ενώ καλύπτουν, όχι πάντα με επιτυχία, τα πάθη τους κάτω από τα “φυσιολογικά” παντελόνια και φούστες τους;

Από την άλλη, την ίδια εποχή, επιτρέπεται μια χαρά κάποιος να είναι “νευροχειρουργός – βελονιστής”.

εκτύπωση Κατηγορίες: απόψεις, δε βαριέσαι | rss 2.0 | trackback | καθόλου σχόλια
19 Σεπτεμβρίου, 2016

Παρατηρώ τους ανθρώπους γύρω μου και, χωρίς να αρνούμαι ότι ίσως κι εγώ να είμαι θύμα των ίδιων αδυναμιών μερικές φορές χωρίς να το συνειδητοποιώ, διαπιστώνω έντονα δύο χαρακτηριστικά που εντοπίζω με ανησυχητικά μεγάλη συχνότητα. Συχνότητα που δεν ταιριάζει στο επίπεδο του πολιτισμού, της επιστήμης και της τεχνολογίας που θέλουμε να πιστεύουμε ότι έχουμε αγγίξει ως κοινωνίες του περίφημου 20ου αιώνα που πριν λίγα χρόνια ολοκληρώσαμε. Τα δύο χαρακτηριστικά αυτά είναι η ευπιστία και η ευελπισία.

(Το ξέρω ότι στην ελληνική γλώσσα η λέξη “ευελπισία” θα μπορούσε να τεχνικά να υπάρχει ως σύνθετη του “ευ” και της “ελπίδας”, αλλά στην πραγματικότητα δεν υπάρχει γιατί δεν έχει χρησιμοποιηθεί σχεδόν ποτέ. Όμως θα τη χρησιμοποιήσω καταχρηστικά, όπως έχει φαίνεται κάνει και ο Βιζυηνός πολύ πριν από μένα.

Αντιλαμβάνομαι τα δύο αυτά χαρακτηριστικά ως εξής (και αυτό επουδενί δεν είναι ορισμός, απλά τα μεταφέρω στο πλαίσιο της σκέψης μου): η ευπιστία είναι εκείνη η ιδιότητα του χαρακτήρα που κάνει έναν άνθρωπο να πείθεται εύκολα για κάτι για το οποίο δεν έχει χειροπιαστές αποδείξεις, ενώ η ευελπισία είναι εκείνη η ιδιότητα του χαρακτήρα που κάνει έναν άνθρωπο να ελπίζει σε κάτι καλό χωρίς να έχει χειροπιαστές αποδείξεις.

Προσοχή, η ευελπισία -στο μυαλό μου, εκεί δηλαδή όπου υφίσταται- δεν ταυτίζεται με την αισιοδοξία. Η αισιοδοξία είναι κι αυτή ένα ανθρώπινο χαρακτηριστικό, όπου αυτός που το διαθέτει μπορεί να ελπίζει σε κάτι καλύτερο ενστικτωδώς, από τη φύση του, ακόμη κι αν γνωρίζει ότι αυτό το καλύτερο μάλλον δε θα έρθει. Το κάνει αυτό, όχι από αφέλεια, αν και μπορεί και η αφέλεια να βοηθά σε αυτό καμιά φορά (μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι) αλλά επειδή διαθέτει μια έμφυτη ενέργεια που του επιτρέπει να επιλέγει να βλέπει τη θετική πτυχή των πραγμάτων, όχι επειδή αυτά είναι καθαυτά θετικά, αλλά επειδή ο ίδιος θα πράξει το θετικότερο δυνατό μέσα στην όποια κατάσταση βρεθεί να αντιμετωπίσει. Η αισιοδοξία είναι λιγάκι στάση ζωής, ενώ η ευελπισία είναι χαρακτηριστικό σαν την ευπιστία. Συμπαθάτε με για το word game, δεν είναι αυτή η πρόθεσή μου, απλώς προσπαθώ να θέσω τη βάση μιας σκέψης.

Η ευπιστία συνήθως χρησιμοποιείται με αρνητική χροιά για να περιγράψει κάποιον που εύκολα πέφτει θύμα κάποιας εξαπάτησης, επειδή ακριβώς πείθεται εύκολα. Η ευελπισία αποδίδει την ελπίδα για βελτίωση, για κάτι καλύτερο. Κι ενώ η ευπιστία μπορεί να είναι τόσο φυσικό ανθρώπινο χαρακτηριστικό όσο και αποτέλεσμα ελλιπούς μόρφωσης και ενημέρωσης του ατόμου, η ευελπισία είναι νομίζω κάτι άλλο: είναι ανθρώπινη ανάγκη!

Αυτή η τελευταία παρατήρηση έχει ιδιαίτερη αξία. Ο άνθρωπος δεν ελπίζει από παραξενιά ή από ανοησία αλλά ελπίζει από ανάγκη. Έχει ανάγκη να γραπωθεί από κάποιες σταθερές για να μπορέσει να σταθεί στα πόδια του και να διάγει το βίο του. Είτε είναι επιστήμονας που βασίζεται στις αλήθειες της επιστήμης του, είτε είναι ένας απλός άνθρωπος που ανάβει κερί στην εκκλησία προσευχόμενος σε ένα ανώτερο ον, και στις δύο αυτές περιπτώσεις ο άνθρωπος βρίσκει (ή εφευρίσκει) κάποια σταθερά σημεία, σαν μοχλούς ή τροχαλίες, για να μπορέσει να αντιμετωπίσει την καθημερινότητά του. Φυσικά, αυτή η ανάγκη δεν υπάρχει στην ίδια ένταση μέσα στον καθένα.

Όταν όμως αυτά τα δύο χαρακτηριστικά συνυπάρχουν το αποτέλεσμα μπορεί να είναι πολύ οδυνηρό για τον άνθρωπο. Όταν δηλαδή κάποιος είναι εύπιστος και διαθέτει και έντονη ευελπισία, αυτός ο άνθρωπος είναι ο καλύτερος στόχος των επίδοξων εξαπατητών. Γιατί όχι μόνο μόνο πείθεται εύκολα αλλά έχει και ανάγκη για να πειστεί. Θέλει να πειστεί. Δε θέλει να αμφισβητήσει, δε θέλει να αμφιβάλλει και να κάνει δύσκολους υπολογισμούς και να κρίνει. Θέλει απλά να ελπίσει. Αν η ελπίδα του ευοδωθεί έχει καλώς. Αν πάλι όχι, έχει κάποιον άλλο να κατηγορήσει για το γεγονός ότι τον εξαπάτησε.

Το συνδυασμό αυτών των δύο χαρακτηριστικών τον βλέπω τριγύρω μου ιδιαίτερα τακτικά. Ανησυχητικά τακτικά, για να είμαι ειλικρινής. Μερικά απλά παραδείγματα είναι η θρησκεία, η πολιτική, η υγεία. Μπείτε στο μυαλό του ανθρώπου που έχει αυτά τα χαρακτηριστικά και κοιτάξτε: Ένας εύπιστος άνθρωπος, με έντονη την ανάγκη να δει κάτι καλύτερο να συμβαίνει, που είναι προετοιμασμένος να πιστέψει σε θεούς, δαίμονες, κληρονομικά χαρίσματα, σε πολιτικούς και τοπικούς άρχοντες που υπόσχονται λαγούς με πετραχήλια, σε ξεματιάσματα, θαυματουργές μεθόδους θεραπείας, κοκ.

Μέσα στο μυαλό αυτού του ανθρώπου η πίστη σε αυτό που τον εξαπατά είναι μια αχτίδα φωτός. Είναι μια ελπίδα την οποία έχει τεράστια ανάγκη και, ελλείψει πνεύματος αμφισβήτησης, κριτικής ικανότητας και σε συνδυασμό με ένα λιγάκι βραχύ μνημονικό που δε μετατρέπει την εμπειρία σε γνώση, είναι μια ελπίδα στην οποία θέλει τόσο πολύ να στηριχτεί. Θέλει τόσο πολύ να πιστέψει σε αυτήν. Είναι το Μωλντεριανό σύμπλεγμα (τα πνευματικά δικαιώματα του όρου μου ανήκουν ολοκληρωτικά). Σαν το Μώλντερ, των X-Files, θέλει να πιστέψει!

Αυτός ο άνθρωπος βρίσκεται γύρω μας νομίζω σε συντριπτική πλειοψηφία. Στελεχώνει εταιρείες, εφορείες, τράπεζες, ταχυδρομεία, σχολεία, νοσοκομεία. Ψηφίζει, παίρνει αποφάσεις. Ίσως κι εγώ είμαι ένας τέτοιος. Δεν υπάρχει τρόπος να το διαπιστώσω. Αυτός είναι ο μέσος άνθρωπος, ο μέσος Έλληνας, ένας Μώλντερ.

Του-ρούτου-του-τουτούουου 🎶🎵

εκτύπωση Κατηγορίες: απόψεις, δε βαριέσαι | rss 2.0 | trackback | καθόλου σχόλια
8 Σεπτεμβρίου, 2016

Σήμερα, ο8 Σεπτεμβρίου 2016 συνέβησαν τα εξής δύο:

1. Ο γκαζιλεκατομμυριούχος και γνωστός για την τελειότητά του άνθρωπος Αρτέμης Σώρρας, καταφέρθηκε εναντίον της ίδιας της ιδέας της Παραολυμπιάδας, επισημαίνοντας, εν μέσω άλλων,  ότι “τα υβρίδια και όλα αυτά τα ζώα φτιάχνουν τον πλανήτη των αναπήρων”.

2. Η Παραολυμπιονικής του 1984 Marcia Malsar, μεταφέρει παραπαίοντας και βοηθούμενη από ειδικό μπαστούνι την Ολυμπιακή φλόγα στην τελετή έναρξης των Παραολυμπιακών του Ρίο, όπου γλιστράει και πέφτει. Σηκώνεται μόνη της, χαμογελά και το Μαρακανά σείεται.

Και σκατά στον τάφο τύπων σαν τον Σώρρα.

εκτύπωση Κατηγορίες: δε βαριέσαι, προσωπικά | rss 2.0 | trackback | 1 σχόλιο
21 Αυγούστου, 2016

[[ Διάβασε την Πράξη Α’ ]]

13925225_10209468661727546_1049728170992955406_n

Παιδάκια (ξ)απλωμένα ανά τρία καθίσματα. Τα πληγωμένα από τα αδίστακτα κουνούπια-τίγρεις του ελληνικού θέρους κορμάκια τους καταλαμβάνουν έκαστο ικανό χώρο, όπου θα μπορούσαν άνετα να καθίσουν ως και 3 ενήλικοι άντρες. Χαλάλι όμως, φαίνεται να το αξίζουν. Τα παιδάκια του μαλάκα αμαρτίαν ουκ έχουσι. Οι γονέοι όμως έχουσι και αμαρτίαν και κάποιου είδους κάλο στον εγκέφαλο. Θεωρούν τη νοητική τους υστέρηση κάτι το φυσιολογικό και καταπιέζουν κάθε έστω και δυνητικά θετική απόκλιση των απογόνων τους προς κάτι καλύτερο ως κάτι αφύσικο κι ανεπιθύμητο. Για να μάθουν κι αυτά από μικρά. Να ορμάνε και να αρπάζουν αυτό που τους ανήκει κι έπειτα να γραπώνονται σε αυτό για πάντα.

Ο μαλάκας πατέρας, λίγο πιο δίπλα, δεν κουνιέται ρούπι. Είναι καθισμένος στην άκρη της γειτονιάς του πλοίου που έχει οριοθετήσει. Πιθανώς να έχει κατουρήσει την περίμετρό της κιόλας. Ο ίδιος πιάνει άλλα τέσσερα καθίσματα χωρίς να είναι ξαπλωμένος. Κάνει τον αδιάφορο, δε συμβαίνει τίποτα. Ας μην τον κοιτάξει κανείς για πάνω από τρία συνεχόμενα δευτερόλεπτα. Ας μην καταλάβει κανείς το μεγάλο του κόλπο. Οι θέσεις δίπλα του στην πραγματικότητα είναι ελεύθερες, όμως τις έχει κατοχυρώσει αυτός ύπουλα μα και αποτελεσματικά. Έχει τοποθετήσει τσάντες με τσιπς, δρακουλίνια και τοστάκια, λυμένα σταυρόλεξα, μπιμπιμπό και αυτοκινητάκια ανά 15 εκατοστά, προς όλες τις κατευθύνσεις, έτσι ώστε ο χώρος να θυμίζει παρέα που πετάχτηκε για λίγο έξω να πάρει αέρα και θα επιστρέψει όπου να ‘ναι.

(Έχει σκεφτεί το σενάριο να στήσει μια μισοπαιγμένη παρτίδα τάβλι ή χαρτιών, για να πείσει για την ύπαρξη της φανταστικής παρέας, που μάταια όλοι θα περιμένουν να επιστρέψει. Είναι όμως ριψοκίνδυνο και δεν το έχει τελειοποιήσει ακόμα. Η παρέα οφείλει να εμφανίζεται πού και πού ώστε να αποδεικνύει την ύπαρξή της. Επιπλέον το σχέδιο απαιτεί και έξτρα υλικά, αλλά αυτό δεν τον τρομάζει. Είναι εφευρετικός αυτός. Του χρόνου ίσως. Ίσως με κέρινα ομοιώματα ή φουσκωτές κούκλες.)

Εντωμεταξύ, μπορεί να απλώσει τις υπέροχες, ελληνικές αρίδες του λίγο πιο πολύ από τους άλλους μισητούς συνταξιδιώτες του, αυτούς που επιμένουν να τον ακολουθούν όπου κι αν βρεθεί, αυτούς που θέλουν να κάθονται στην ίδια γενικότερη περιφέρεια με αυτόν, αυτούς που θέλουν να μοιράζονται μαζί του την ίδια παραλία, την ίδια ταβέρνα, το ίδιο πάρκινγκ, το ίδιο νησί, την ίδια πόλη, την ίδια χώρα. Μα γιατί δεν τον αφήνουν επιτέλους μόνο του να ζήσει ήσυχος στη χώρα του; Δε θα πάρει απάντηση ποτέ. Η αδικία όλου του κόσμου τον πνίγει.

Κάποια στιγμή αποκαμωμένος, λυγίζει ακόμη κι αυτός ο δόλιος μαλάκας. Γύρω στα 5 καθίσματα δεν του φτάνουν για να απλώσει την κορμάρα του σαν τον τραχανά. Κι είναι σκληρά αυτά τα καθίσματα του πλοίου και καθόλου εργονομικά κατασκευασμένα. Η στοργική γυναίκα-μάνα τον σκεπάζει με μια πετσέτα θαλάσσης πιο βρώμικη κι από τις πατούσες του. Το αιρκοντίσιον είναι δυνατό (όπως πρέπει σε ρωμαίικο ποστάλι). Δε θέλει η κολώνα του σπιτιού της να της κρυολογήσει. Ρίχνει μια κλεφτή ματιά αποδοκιμασίας στην πλέμπα που καταλαμβάνει τόσο άγαρμπα τα πατώματα και τις σκάλες του πλοίου. Λίγο πιο πέρα δύο όντα από το πλήρωμα του πλοίου συζητούν αδιάφορα και καπνίζουν, μισοί μέσα και μισοί έξω από το σαλόνι των επιβατών. Ο καπνός τους όλος μέσα. Ακόμη μια συνηθισμένη μέρα. Όλα καλά, καθημερινά.

Έχουν περάσει διακοπές κουφέτο. Κάθε μέρα έκαναν κατάληψη στην ίδια παραλία, έτρωγαν στην ίδια ταβέρνα διαφορετικά μπιφτέκια με πατάτες τηγανητές, τις οποίες απαθανάτιζαν στο κακόμοιρο το κινητό ή το τάμπλετ κι έπειτα ανέβαζαν σε Facebook, Instagram και Twitter. Οι σέλφις με τους διαδόχους έδιναν και έπαιρναν. Να, εδώ ο μπαμπάς με τον μικρό να μην κάνουν τίποτα στην παραλία, κι εκεί η μαμά με τη μικρή να λιώνουν άεργες στην ξαπλώστρα, μετά όλοι μαζί σε διαδοχικά ενσταντανέ απελπιστικής θερινής πλήξης.

Αλλά στο πλοίο ο μικρός και η μικρή βαριούνται πραγματικά. Όλες αυτές οι δημιουργικές δραστηριότητες που τους κρατούσαν απασχολημένους στις διακοπές τώρα τους λείπουν. Η ολίγων ιντσών, φλατ τηλεόραση του πλοίου, την οποία μπορείς οριακά να παρακολουθήσεις και μάξιμουμ υπό μηδέν γωνία -υπό κάθε άλλη ελάχιστα πλάγια γωνία απλά προσπαθείς να μαντέψεις ποια επανάληψη του Ζάχου Δόγκανου ή του Κωνσταντίνου και Ελένης παίζει τη στιγμή εκείνη (ή μήπως είναι το αειθαλές Ρετιρέ;) – αυτή την ώρα βασανίζεται με το λιγοστό σήμα που φτάνει μεσοπέλαγα. Ελάχιστες καταληπτές εικόνες περνούν ανάμεσα στα ηλεκτρομαγνητικά χιόνια, καθώς δύσμοιροι επιβάτες γυρνούν τα κανάλια πάνω κάτω, βρίσκοντας μόνο διαφημίσεις για αλόε βέρα για αιώνια ομορφιά, πόσιμο κολλαγόνο για πάσα νόσο και ασθένεια, των γηρατειών συμπεριλαμβανομένων, αλλά και Βελόπουλο ή Άδωνη να ξεπουλούν την πραμάτεια τους σε μοναδικές τιμές. Διόρθωση: καμία καταληπτή εικόνα.

Την ηρεμία σπάει ο εκκωφαντικός ήχος μηχανής μεγάλου κυβισμού που επιταχύνει σαν σε ράλι. Η τηλεόραση δεν έχει ήχο και μέσα στο σαλόνι των επιβατών είναι αδύνατον να έχει μπει μηχανή οποιουδήποτε κυβισμού. Δεν είναι μηχανή. Ο μικρός γιος του μαλάκα παίζει με τα αυτοκινητάκια και τα μηχανάκια του, μιμούμενος τους πραγματικούς τους θορύβους. Οι ήχοι που παράγει είναι κρυστάλλινοι και ρεαλιστικοί, τόσο που μηχανικοί ήχου του Χόλιγουντ ευχαρίστως θα ενδιαφέρονταν για τα δικαιώματα του μικρού από τώρα. “Σσστ”, λέει ο μαλάκας, που υπερήφανα παίζει το ρόλο του. Ο μικρός μαζεύεται και ένα πηγαίο ταλέντο χαραμίζεται άδικα.

Τότε συμβαίνει κάτι εντελώς αναπάντεχο.

Έτερη παρέα τριών πλησιάζει το ζωτικό χώρο του μαλάκα. Δύο τρία ατυχή κουνήματα του πλοίου και τα στρατηγικά τοποθετημένα αντικείμενα που καθορίζουν την περιοχή δικαιοδοσίας του έχουν μετακινηθεί, δίνοντας την εντύπωση ότι υπάρχει λίγος ελεύθερος χώρος και για άλλους ανθρώπους! Οι βάρβαροι αιφνιδιαστικά κι ανερυθρίαστα τον ρωτούν αν μπορούν να καθίσουν. Ο μαλάκας βρίσκεται για μια στιγμή σε έκπληξη. Σε έκπληξη και απόγνωση. Η απόγνωση ακολουθείται από σιωπηλό πανικό. Πώς την έπαθε έτσι σαν πρωτάρης; Κοιτάζει δεξιά κι αριστερά προσπαθώντας να καταλάβει. Τα είχε όλα τόσο καλά σχεδιασμένα. Διατήρησε την επικράτειά του επί 3 συνεχόμενα διαφορετικά λιμάνια. Κατάφερε να κάνει κάνει την καρδιά του πέτρα, όταν καμώθηκε ότι δεν πρόσεξε την έγκυο που παραπατούσε ψάχνοντας για μια θέση. Γύρισε το κεφάλι του από την άλλη ηρωικά, με φόβο να τσακίσει το σβέρκο του όταν περνούσαν από μπροστά του εκείνο το ζευγάρι τρεκλιζόντων υπερηλίκων.

Και τώρα, τόσο απλά, από ένα ανόητο γύρισμα της τύχης ο χώρος του απειλείται. Κοιτάζει το κενό που έχει δημιουργηθεί αποσβολωμένος. Το κοιτάζει με φανερό εσωτερικό πόνο. Η στιγμή της απώλειας είναι οδυνηρή. Ο αποχωρισμός είναι αναπόφευκτος. Η αντίσταση είναι πλέον μάταια. Γυρίζει προς τους εισβολείς και γνέφει το πιο βαρύ κι αγελαδινό γνέψιμο της ζωής του. Τους επιτρέπει να κάτσουν! Μοιράζεται – αυτός! – το δικό του χώρο μαζί τους. Παραχωρεί ένα μέρος από τα κυριαρχικά του δικαιώματα. Ξέρει τώρα πως νιώθει ένας πρόσφυγας μέσα στην ίδια του τη χώρα. Ξέρει πως νιώθει ένας που πληρώνει μια λίβρα από τη σάρκα του για ένα στιγμιαίο λάθος, για ένα ολίσθημα.

“Όχι, ρε μαλάκα μου”, μονολογεί από μέσα του… και έχει απόλυτο δίκιο!

Έχει ηττηθεί. Τώρα πια σε αυτόν και την πολύτιμη οικογένειά του αναλογούν μόλις 1.5 θέσεις κατά άτομο. Τίποτα. Κι ας μην είναι καν ακόμα όλα τα μέλη της κανονικά άτομα. Γι αυτόν είναι άτομα ολοκληρωμένα κι αγαπημένα, που αξίζουν όλες τις ανέσεις και θέσεις του κόσμου, κι ας πάει αυτός ο κόσμος να κουρεύεται, ας βουλιάξει όλος αύριο μονοκόμματος. Μόνο αυτός να ναι καλά, η γυναικούλα του και τα παιδάκια του, με υγεία πάνω απ’ όλα, να τους έχει καλά η Παναγιά.

Το υπόλοιπο ταξίδι θα κυλήσει για το μαλάκα ανάμεσα στα όρια της κατάθλιψης και της κατατονίας. Είναι καταδικασμένος να κάθεται σε σχεδόν κανονική στάση πια. Χωρίς ξάπλα. Χωρίς άπλωμα των ποδιών. Σαν τους άλλους. Κι από πάνω είναι υποχρεωμένος να ανέχεται τις συζητήσεις και τα γέλια των εισβολέων που τόλμησαν να βρεθούν δίπλα του και να καταχραστούν έτσι απρόκλητα την ανεκτικότητά του. Δε θα απολαύσει το υπόλοιπο ταξίδι. Δε θα τους χαμογελάσει ούτε μια φορά. Ακόμα και στην ερώτηση αν ξέρει πότε φτάνει το πλοίο στον προορισμό του, θα αποκριθεί ένα ξερό “όχι” και θα γυρίσει το κεφάλι του από την άλλη. Δε θα τους κάνει το χατήρι να συνδιαλεχθεί και μαζί τους. Είναι ένας περήφανος μαλάκας.

(Η ιστορία είναι βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα.)

εκτύπωση Κατηγορίες: δε βαριέσαι, προσωπικά | rss 2.0 | trackback | 2 σχόλια
13 Αυγούστου, 2016

Με ελάχιστη τύχη κάθεσαι αρχικά κάπου κοντά του.

Ισχυρίζεται φωναχτά ότι τα γίδια “οι Ευρωπαίοι”, αυτοί που κάνουνε ανακύκλωση ευλαβικά, “είναι κορόιδα”, λέει, “γιατί τους εκμεταλλεύονται οι δήμοι τους”, λέει “που τους βάζουνε και διαχωρίζουνε ένα-ένα τα σκουπίδια”, λέει. “Και ότι θα έπρεπε να είναι δική τους δουλειά” -των δήμων ντε- “να κάνουν αυτό το διαχωρισμό”. Δηλαδή, ο δήμος να μαζεύει τα σκουπίδια, γυαλιά, χαρτιά, πλαστικά ανακατεμένα με υπολείμματα γιαουρτιού στα όρια της τυροκόμησης, ζουμιά χωριάτικης σε διαδικασία σαπωνοποίησης και καμμένα λίπη που δεν αφαίρεσε στο Σβέλτο και να τα διαχωρίζει μεταξύ τους ωσάν αλχημιστής! Κορυφώνει λέγοντας “εγώ θα πλήρωνα για μια τέτοια υπηρεσία επιπλέον δημοτικά τέλη”. Θα πλήρωνε! Ποιος; Αυτός ο “κίνημα δεν πληρώνω”, ο “δεν κόβω απόδειξη, σου ‘χω κάνει ήδη καλύτερη τιμή και δεν το ξέρεις”, ο “το κράτος μας κλέβει, θα το κλέψουμε κι εμείς”. Αυτός ο μαλάκας ο Νεοέλληνας.

Μιας μαλακίας, βεβαίως, μύριες έπονται.

“Άκουσα”, λέει, μιλώντας πιθανότατα για τις ειδήσεις του Star Channel, σε εκείνο το δεκάλεπτο λίγο πριν τα αφιερώματα στην έξαλλη νυχτερινή ζωή των ελληνικών νησιών και τον εντελώς αναπάντεχο καύσωνα, που ώθησε τους Αθηναίους απρόσμενα στις παραλίες και τις Αθηναίες στα brazilian [εικόνες, βίντεο, τα πάντα], “ότι στη Μυτιλήνη οι ΜΚΟ παίρνουν κάθε βδομάδα 100.000€”… παύση… γυρίζει προς το δεκάχρονο γιο του “πόσα ακούσαμε ότι παίρνουν ρε [όνομα δεκάχρονου γιου] ότι παίρνουν για κάθε πρόσφυγα” (ναι, ουάου, είπε πρόσφυγα, υπάρχει ελπίδα λες; ναι καλά!) “50€ την εβδομάδα;”. Ο [δεκάχρονος γιος] αποκρίνεται με χαρά “50€ το μήνα”, που συμπλήρωσε μια φορά το φωστήρα πατέρα! “Ε, 50€ το μήνα για κάθε πρόσφυγα”, αναφωνεί δικαιωμένος! Και συνεχίζει “δηλαδή, μια τετραμελής οικογένεια προσφύγων παίρνει 200€ το μήνα από την Ευρωπαϊκή Ένωση και κανείς δεν το ξέρει” (τώρα αυτός πώς το ξέρει είναι άλλο θέμα). Ναι ρε μαλάκα, γαμώ την κωλοφαρδία τους, τους ρημάξανε τα σπίτια, διέσχισαν τη μισή μεσόγειο και όσοι δεν πνίγηκαν στη θάλασσα παίρνουν χαρτζιλίκι 50€ το μήνα.

Μαλακίας έπος ουκ έσται τέλος.

Λίγο πιο μετά διαβεβαιώνει κατηγορηματικά πως, βάσει στέρεων και διασταυρωμένων πληροφοριών, που οπωσδήποτε θα κυκλοφορούν στο γραφείο όπου ξύνεται ολημερίς, “υπάρχει κανονικό σχέδιο η Μυτιλήνη να γίνει νήσος Έλλις, να το ξέρετε” (η ατάκα συνοδεύεται από γούρλωμα ματιών τύπου αγελάδας, αργή περιστροφή τους προς καθέναν της παρέας προσωπικά και κατακόρυφη ταλάντευση φρυδιών με νόημα που δεν αφήνει χώρο για αμφισβήτηση) και τέλος “εκεί πια ξεχάστε τον τον τουρισμό”. “Έχεις πάει Μυτιλήνη;” ρωτάει ένας άλλος. “Όχι απαντάει, αλλά, δεν ξέρω, από αυτά που έχω ακούσει δεν πρέπει να είναι και φοβερό νησί”. “Εντάξει, έχει κάτι ωραία σημεία” του αντιπαραβάλουν. Εντάξει, το δέχεται!

Αυτός ο τύπος μεγαλώνει ένα άλλο μικρό Νεοέλληνα!

Η συζήτηση προχώρησε σε πιο ενδιαφέροντα ζητήματα, καθώς εξήγησαν στο [δεκάχρονο γιο] πώς δουλεύει ένα καλό αεροβόλο, ώστε να μη χάνει αέρα το χειμώνα και πού μπορείς να βρεις -ή να μη βρεις- καλή ψαριά άμα είσαι ντόπιος και ξέρεις, ενώ άμα δε ξέρεις, τι τα θες, πιάσε το πλέξιμο καλύτερα, οι αληθινοί οι άντρες σκοτώνουν ανθρωποφάγες μπεκάτσες και τσακίζουν αιμοδιψείς ροφούς. Επίσης, συζητήθηκαν ζητήματα βαρκάδας, ποδηλατάδας και άλλων θερινών δραστηριοτήτων, με δωρεάν συμβουλευτική για όλους τους επιβάτες του πλοίου, προς εντυπωσιασμό των δεκάχρονων και ανταγωνισμό των σαρανταπεντάχρονων για το ποιος τα κάνει πιο καλά και πολύωρα.

Και, ω, τι υπέροχη τύχη, η συζήτηση πήγε στην Κορακάκη.

“Οι δημοσιογράφοι”, ξεφύσηξε φανερά αγανακτισμένος ο Νεοέλληνας, “τώρα τη θυμήθηκαν. Όπως και το μπάσκετ έγινε με το Γκάλη!” (στο μυαλό μου ο Μιθριδάτης πετάγεται πίσω από τον καναπέ στον κύρη του σπιτιού: “Μπάσκετ με το Γκάληηη!”). Αν γεμίσει από αύριο όλη η Ελλάδα σκοπευτήρια σε κάθε γειτονιά και πλατεία, τι να σας πω δε θα το χαρώ καθόλου, να το ξέρετε. Όχι ότι έχω κάτι με το σπορ, ούτε ότι δεν είμαι σούπερ υπερήφανος Έλλην τις τελευταίες ημέρες, αλλά δε βλέπω κάτι το αθλητικό ή ιδιαίτερα ευγενές κι ανώτερο σε όλο αυτό, συμπαθάτε με, όσο κι αν θεωρώ όλα τα αθλητικά ανδραγαθήματα εντυπωσιακά κι αποδεκτά. “Εμένα μου αρέσει και η ξιφασκία” λέει κορασίδα της παρέας και ο μέγας μαλάκας Νεοέλλην διορθώνει “εντάξει, τα αγόρια συνήθως παίζουν μπάλα και τα κορίτσια βόλλεϋ”, ξεχνώντας και το Γκάλη και το Γιαννάκη και το Φιλίππου και τα άλλα παιδιά.

Οι κυρίες της παρέας, ενώ οι κύριοι πάνε για φρέντο εσπρέσσο.

Η μαλακία δεν είναι αντρικό προνόμιο, είναι πανανθρώπινη ιδιότητα που διέπει όλο το είδος, άνδρες, γυναίκες, L, G, B, T, κλπ. Οι κυρίες της παρέας ανέλυσαν τα ευεργετικά αποτελέσματα του βελονισμού, καθώς και τη θεραπεία με βδέλλες (διάολε, στ’ αλήθεια αυτό το πράγμα μοιάζει να υπάρχει!) καθώς και με τσιμπήματα μελισσών (πιάνει άραγε μόνο με μέλισσες η θεραπεία ή και με σφήκες, κόμπρες, σκορπιούς, κλπ;). Κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για θεραπείες όπου σιχαίνεσαι τόσο την ύπαρξή σου και μόνο που τις κάνεις, ώστε ξεχνάς κάθε άλλο πόνο και ασθένεια. Η μέθοδος είναι αλάνθαστη και οι κυρίες το επιβεβαιώνουν. Επιπλέον 29 κατασκευαστές πλυντηρίων συνιστούν Σκιπ, αυτοί ξέρουν. Τέλος, πίνοντας -και όχι βουτώντας,προσοχή, αλλιώς θα τον είχαμε εξαλείψει- λάδι ελιάς φεύγει ο καρκίνος και με δυο καλά ξεματιάσματα σε νύχτα με πανσέληνο από παρθένα κόρη εξαφανίζονται οι αιμορροΐδες. Τι; Το δοκίμασες και δεν έπιασε; Χα! Δε θα ήταν παρθένα η κόρη.

Το κόλπο με το δεκάρικο και τη γυμνή.

Δεν ξέρω γιατί το θυμήθηκα αυτό τώρα. Ίσως γιατί συμπυκνώνει υπέροχα το νεοελληνικό χιούμορ και την 80s βλακεία μας σε εκείνο το άκρο, που είναι τόσο κακό που μπορεί να είναι και καλό (αλλά μπορεί και να μην είναι). Είναι σαν τη γη σφαιρικό αυτό το χιούμορ. Πας προς το κακό άκρο, πας, πας, πας και στο τέλος φτάνεις στο καλό άκρο και εκεί τα όρια είναι δυσδιάκριτα, μπορεί πλέον να είναι και καλό. Πώς πάει το κόλπο αυτό λοιπόν: λες σε έναν δύστυχο φίλο σου να βγάλει ένα κέρμα. Στην παλιά Ελλάδα αυτό δούλευε καλά με ένα δεκάρικο, αλλά και εικοσάρικο έκανε. Το τρίβεις καλά-καλά ξέρω γω, το παίζεις λίγο μάγος και του λες να το γυρίσει από την ανάποδη (λες και έχει και καλή). Του λες να ψάξει να βρει εκεί μια γυμνή γυναίκα. Αυτός, αν είναι όσο στόκος περιμένεις ή έστω αγαθός ή απροετοίμαστος και πάει με τα νερά σου, ψάχνει λίγο και βέβαια δε βρίσκει τίποτα. Εσύ μετά του λες “σιγά, ρε μαλάκα, με ένα δεκάρικο θες να δεις και τσόντα;”. Έπειτα γελάς καγχάζοντας, ενώ αυτός κοιτάει απορημένος, καθώς αναρωτιέται ποιος από τους δυο σας είναι ο πραγματικός μαλάκας. Αργότερα βρίσκεις άλλο μαλάκα και επαναλαμβάνεις τη διαδικασία. Μην ανησυχείς, δε θα βαρεθείς, υπάρχουν πολλοί.

Για την ιστορία: το κόλπο με το δεκάρικο δεν έλαβε χώρα στο πλοίο, το φαντάστηκα όλο 100%.

Καταλαβαίνεις πάντως το σατανικό χιούμορ που κρύβεται υποδόρια κάτω από το φοβερό και τρομερό αυτό τρυκ. Το κάνεις με ένα κέρμα μικρής αξίας! Εεε, το πιάνεις ή όχι ακόμα; Γιατί, αν το έκανες πχ με ένα πεντοχίλιαρο, δε θα μπορούσες να του πεις μετά του αλλουνού του χαϊβανιού ότι “με ένα πεντοχίλιαρο θες να δεις και τσόντα;” γιατί θα δικαιολογείτο και κι αυτός να σε αντικρούσει ότι “ε, ναι, ρε φίλε, κοτζάμ πεντοχίλιαρο έδωσα” και θα ‘χε και δίκιο. Καταλαβαίνεις τώρα. Ασύλληπτο κι αλάνθαστο.

Μόνη σωτηρία σου πια το λιμάνι.

Καθώς η συζήτηση παραδίπλα είναι σε φάση “τάβλι παλιά παίζαμε, τώρα έχουμε κολλήσει με τη μπιρίμπα… σκάκι, μπα όχι.” (άκου εκεί σκάκι, τι είναι, τίποτα βλαμμένοι;) αναρωτιέσαι πόσο τυχερός είσαι που αυτή τη φορά δεν έκατσε πάλι δίπλα σου ο άλλος ο πατέρας, αυτός που για να ησυχάσει το παιδάκι του του έβαλε στο τάμπλετ ίσαμε 20 φορές εκείνο το εξαιρετικό απόσπασμα επιθεώρησης του Σεφερλή, όπου ξεφτιλίζει με κάθε τρόπο που βάζει ο νους νάνους, γυναίκες-καθαρίστριες, γκέι-αδελφές, αλβανούς-εργάτες και λοιπούς ανεπιθύμητους της φυσιολογικής μας κοινωνίας. Η μόνη σωτηρία σου είναι το λιμάνι. Να κατέβεις ή να κατέβει αυτός και η παρέα του. Να γλιτώσεις έστω και για λίγο από την απύθμενη μαλακία του. Φυσικά, κατά πάσα πιθανότητα θα τον συναντήσεις ξανά, στην παραλία του νησιού, σε μια από τις ταβέρνες, στο φούρνο. Αν είσαι κάργα άτυχος μπορεί να μένει και κάπου κοντά σου ή στο ίδιο σύμπλεγμα ενοικιαζομένων με αλουμινένια παντζούρια. Όταν τον πετυχαίνεις κάπου έξω, ο λαιμός σου θα δένεται κόμπος αλλά θα ανεβοκατεβαίνει για να γνέψει το κεφάλι σου ένα “γεια” προς το φιλαράκο που έκανες θέλοντας και μη στο καράβι. Με αυτές τις σκέψεις πας να πάρεις το αυτοκίνητό σου στη βρωμερή από την κλεισούρα και τις αναθυμιάσεις μηχανών πλοίου και εξατμίσεων υπόγα του πλοίου. Όπου ο αθεόφοβος… ανάβει και τσιγάρο.

Διαπιστώνω με ανακούφιση ότι όσοι με κοιτούν επίμονα
τόση ώρα κοιτούν την τηλεόραση πάνω από το κεφάλι μου.

[[ Διάβασε την Πράξη Β’ ]]

εκτύπωση Κατηγορίες: δε βαριέσαι, ήμουν εκεί, προσωπικά | rss 2.0 | trackback | 1 σχόλιο