Ο Νικολάκης

11 Ιουνίου, 2012

Ο Νικολάκης δε λέγεται Νικολάκης. Δεν ξέρω πώς λέγεται. Μάλλον κάπως αλλιώς. Αλλά του έδωσα ένα όνομα για να μπορώ να αναφέρομαι σε αυτόν σε αυτό το κείμενο και του έβαλα την κατάλληλη κατάληξη ώστε να κερδίσει τη συμπάθειά σου από την αρχή. Δε θα ήταν και δύσκολο έτσι κι αλλιώς. Άνθρωποι σαν το Νικολάκη κερδίζουν τη συμπάθεια των άλλων εύκολα εξαιτίας της – πώς να το πω – κατάστασής τους. Αυτής που τους απομονώνει τελικά.

Ο Νικολάκης δεν πρέπει να είχε ποτέ φίλους. Αμφιβάλλω αν και η ίδια του η οικογένεια μπόρεσε να τον αντέξει και να τον φροντίσει μέχρι αυτή την ηλικία. Και ποιος τον φροντίζει, αν τον φροντίζει καν κανείς, δεν ξέρω. Δεν είναι μικρό παιδί ο Νικολάκης. Το “-άκης” δεν του το κόλλησα για αυτό. Αλλά, οπωσδήποτε, έχει ιδιαίτερες ανάγκες. Υπολογίζω ότι θα είναι κοντά στα εξήντα τώρα. Από μακριά, βέβαια, σου θυμίζει λίγο – ας πούμε – γεροντάκι πιο προχωρημένης ηλικίας, έτσι όπως στέκεται η ραχοκοκκαλιά του σκυμμένη προς τα εμπρός. Η στερεοτυπική φιγούρα του παππού που περπατά αργά, έντονα σκυφτός με τα χέρια πιασμένα πίσω από την πλάτη.

Δεν πρέπει να πήγε ποτέ στον οδοντίατρο ή να ασχολήθηκε με τη στοματική του υγιεινή. Τα δόντια του είναι σε άθλια κατάσταση. Λίγα έχουν μείνει ακέραια ενώ πολλά από τα πολύ χρήσιμα έχουν χαθεί για πάντα. Δε μπορώ να φανταστώ πώς θα μπορούσε κάποιος να πείσει έναν τέτοιο άνθρωπο να προσέξει τον εαυτό του. Να κάνει αυτό που όλοι μας ξέρουμε ότι είναι σωστό αλλά δεν το κάνουμε πάντα. Να πλένεται, να γυμνάζεται, να βουρτσίζει τα δόντια του.

Πρέπει να φανταστώ το Νικολάκη στην πιο ζωώδη εκδοχή του, αυτή που τον θέλει να είναι απλώς άλλο ένα κτήνος της φύσης (κι αυτός και όλοι οι άνθρωποι, φυσικά) χωρίς “εγώ” και θελήσεις, παρά μόνο ένστικτα. Πρέπει να τον φανταστώ ως μια ασήμαντη οντότητα στο τεράστιο σύμπαν της φύσης, μια κουκκίδα σε ένα γιγάντιο μωσαϊκό, που από μόνη της δεν αξίζει τίποτα, δε σημαίνει τίποτα. Είναι μεν μέρος ενός καταπληκτικού, μαγικού συνόλου, αλλά έξω από το σύνολο αυτό δεν μπορεί να υπάρχει, δε μπορεί να διανοηθεί η ίδια ότι μπορεί να υπάρχει. Κι αν κάνει πως το αντιλαμβάνεται, αλίμονο, τότε στα σίγουρα θα οδηγηθεί στην τρέλα. Φυσικά, είναι λίγο σουρεαλιστικό να μιλάς για “τρέλα” στην περίπτωση ανθρώπων σαν το Νικολάκη. Προς θεού, δεν είναι ήδη τρελοί, αλλά τι θα μπορούσε να σημαίνει “τρέλα” στην κατάστασή τους!

Με δυο λόγια πρέπει να φανταστώ το Νικολάκη σαν ένα άνθρωπο που έχει γδυθεί από όλα αυτά που θεωρούμε ότι απαρτίζουν έναν άνθρωπο πέρα από τη σάρκα και τα οστά. Χωρίς βαθύτερες επιθυμίες, χωρίς μόρφωση (πρακτικά μόνο λίγες εμπειρίες), χωρίς κουλτούρα, χωρίς σχέσεις. Δε μπορώ να τον αντέξω να υπάρχει διαφορετικά. Είναι άλλο ένα ζώο σαν και εμένα που τυχαίνει να έχει, τρόπον τινά, διαφορετικές ιδιαιτερότητες. (Αυτός πρέπει να είναι ο πιο πολιτικά ορθός τρόπος για να αναφερθεί κανείς σε κάτι τέτοιο, στην ιστορία.)

Ναι, ένα ζώο ασήμαντο και αδιάφορο. Που παίζει κομπάρσος σε ταινία, η οποία γυρίζεται σε άλλη γλώσσα κι αυτός έχει ως μόνη επιλογή να ακολουθεί τις γενικές κατευθύνσεις ενός σκηνοθέτη, τον οποίο δε βλέπει, παρά μόνο ακούει μέσα από ένα τηλεβόα. Και έτσι συμμετέχει μαζί με πολλούς άλλους κομπάρσους σε ένα σενάριο κάπως αρτιστίκ, αργό, δίχως σκοπό και φινάλε. Είναι λίγο μελό η περιγραφή, αλλά ο Νικολάκης δε θα δει ποτέ αυτή την ταινία και μάλλον αυτή είναι η μεγάλη διαφορά του από τους υπόλοιπους κομπάρσους.

Και πρέπει να τον φανταστώ έτσι για να μπορέσω αντέξω την ύπαρξή του. Για να μπορέσω να αντέξω τη δική μου ύπαρξη και τη διαπίστωση ότι όντως συμβαίνει, συμβαίνει παντού και όχι μόνο μέσα στου κεφάλι μου. Αν ο Νικολάκης δεν είναι ένα ζώο σας τις γάτες που κάθε τόσο πατάνε τα αυτοκίνητα κι έπειτα οι περαστικοί προσπερνούν κάνοντας “τς-τς”, λίγο με αηδία, λίγο με συμπόνοια, αλλά, σε κάθε περίπτωση, με βιασύνη, αν δεν είναι ένα ζώο σαν κι αυτές τότε ο κόσμος αποκτά μια τρομακτική διάσταση. Όχι, δε μπορεί να είναι έτσι ο κόσμος. Τραγικό το συμπέρασμα, τραγική η ειρωνεία. Δε μπορεί, είμαστε απλώς ζώα, κτήνη.

Από το στόμα του δεν ξέρω πότε βγήκε, αν βγήκε ποτέ, κανονικός έναρθρος ήχος. Ίσως όταν πιο πολλά από τα δόντια του ήταν στη θέση τους. Μιλάει, δεν είναι ότι δε μιλάει. Και έχει απόλυτα χαρακτηριστική φωνή. Θα τον καταλάβεις από μακριά κι αρκεί να τον ακούσεις μία φορά και θα τον αναγνωρίζεις για πάντα. Άλλωστε, όλο στα ίδια μέρη τριγυρνάει, όσο τον θυμάμαι τουλάχιστο. Αλλά η φωνή του δεν τον βοηθά να σου δώσει να καταλάβεις τι λέει. Θυμίζει λίγο τον ήχο της τεχνητής φωνής που βγάζουν εκείνα τα μηχανάκια, που τα κολλάς στο λαιμό για να μιλήσεις όταν δεν έχεις φωνητικές χορδές, και έχουν τόση πλάκα όταν χρησιμοποιούνται στις κωμωδίες, αρκεί να μη βάλεις τον εαυτό σου στη θέση αυτού που τα έχει ανάγκη.

Μπορεί να ξεχωρίσεις μερικές λέξεις από αυτές που ξεστομίζει και καμιά φορά να συμπεράνεις το νόημα αυτού που ήθελε (;) να πει. Η κατάστασή του δείχνει τόσο βαριά περίπτωση, ώστε να αμφιβάλλεις αν ποτέ θέλει κάτι να πει πραγματικά ή οι ήχοι που βγάζει απορρέουν από τα ζωώδη ένστικτα που πρέπει υποχρεωτικά να έχει (αυτά και μόνο αυτά γιατί αλλιώς εξήγησα πόσο ανυπόφορη είναι όλη η έννοια της ύπαρξης).

Για μια στιγμή κοντοστέκομαι με δέος. Γεννήθηκε έτσι ο Νικολάκης ή έγινε έτσι στην πορεία; Η σκέψη και μόνο ότι αυτό του προέκυψε στην πορεία είναι συγκλονιστική. Είναι δυνατόν να ήταν ένα κανονικό παιδί που πήγε σχολείο, μεγάλωσε παρέα με άλλα παιδιά, ενηλικιώθηκε, πιθανώς δούλεψε και κάπου στη διαδρομή, είτε ξαφνικά είτε σταδιακά, κάτι ή πολλά πράγματα μαζί συνέβησαν που τον οδήγησαν σε αυτή την κατάσταση;

Να δω πώς θα ξεγλιστρήσω τώρα από αυτή την εκδοχή της ύπαρξης.

Έχω μόνο μία λύση: Γεννήθηκε έτσι! Γεννήθηκε με ένα μυαλό, οι ιδιαιτερότητες του οποίου τον εμπόδισαν να γίνει ένας άνθρωπος σαν όλους εμάς. Δεν εννοώ χειρότερος. Διαφορετικός! Δεν έμαθε ποτέ ότι υπήρχε και άλλη εκδοχή για τον άνθρωπο. Δεν ατύχησε να δει τον εαυτό του να φθίνει σε αυτή την άθλια κατάσταση. Ο χαρακτηρισμός αυτός είναι στερεοτυπικός. Έχει αξία μόνο σε συγκριση με τους υπόλοιπους από εμάς και μόνο αν πιστέψουμε ότι η δική μας κατάσταση δεν είναι “άθλια”. Δεν τον ενστερνίζομαι. Τον σιχαίνομαι. Αλλά είναι αυτό που έρχεται στο μυαλό του καθενός όταν βλέπει κάποιον σαν το Νικολάκη. Απλά παραδέχομαι ότι ο χαρακτηρισμός πετάγεται στο μυαλό μου και ισχυρίζομαι ότι βρίσκομαι σε αγώνα εναντίον του κι έχω ένα μικρό προβάδισμα. Μικρή σημασία έχει.

Τις προάλλες πέτυχα το Νικολάκη στο μετρό. Άκουσα τη φωνή του στην αποβάθρα. Προτού καν κατέβω τον αναγνώρισα. Κι όταν κατέβηκα στην αποβάθρα τον είδα στο βάθος να κόβει βόλτες με το αλλόκοτο σουλούπι του. Έπειτα από 4 λεπτά ήρθε το τραίνο και στο χρόνο αυτό ο Νικολάκης πρόλαβε να φτάσει στο βαγόνι που θα έμπαινα κι εγώ. Καθίσαμε σε μακρινές μεταξύ τους θέσεις, σε απόσταση σχετικής ασφαλείας, γιατί είναι και διαχυτικός, τρομάρα του.

Πιο δίπλα και απέναντί μου είχε καθίσει μια ωραιότατη κυρία (δεσποινίς;) καλοντυμένη, όμορφη, στα καλοκαιρινά της. Ήταν από αυτούς τους ανθρώπους που λες ότι “το ‘χουν”. Έχουν αυτό τον αέρα, δηλαδή, που, με τη βοήθεια και των ωραίων χαρακτηριστικών, τους κάνει να φωτοβολούν, να φαίνονται γοητευτικοί σαν εκ φύσεως. Ή, τελοσπάντων, με κάποιο τρόπο όλοι μας έχουμε εκπαιδευθεί να μας αρέσουν, να μας γοητεύουν. Παραδέχομαι ότι ήταν και σέξι!

Ο αθεόφοβος ο Νικολάκης δεν έμεινε στην αρχική θέση που διάλεξε. Μετά την πρώτη στάση σηκώθηκε και πλησίασε προς τη δική μας πλευρά του βαγονιού. Κάθισε απέναντι στην όμορφη  κυρία. Η αντίθεση ήταν φοβερή. Από τη μία πλευρά η Εσμεράλδα, που όλοι ερωτεύονται, και, από την άλλη πλευρά, ο αγαθός Κουασιμόδος. Και αγαθός και Κουασιμόδος! Σύντομα έβγαλε μερικούς από τους ήχους του. Κατάφερα να ξεχωρίσω μερικές λέξεις. Ίσως είπε “Καλημέρα”. Ίσως είπε κάτι για την ημέρα ή τον καιρό. Γύρισε προς το μέρος μου. Έβγαλε ακόμη μερικούς ήχους. Μου χαμογέλασε κιόλας. Του χαμογέλασε κι εγώ με μια μικρή ανησυχία ότι μπορεί να γίνω το επίκεντρο της προσοχής του.

Γύρισε προς την κυρία. Το στόμα του είπε κάτι νέο επίσης ακατάληπτο. Άπλωσε το χέρι του προς το μέρος της και την άγγιξε. Όχι επιθετικά. Φιλικά, όπως κάνουμε σε ένα φίλο που είδαμε και τον ακουμπάμε στιγμιαία στον ώμο λέγοντας “Άντε θα τα πούμε ξανά σύντομα, χάρηκα που σε είδα”. Ήταν ένα απλό άγγιγμα και δεν είναι προς υπεράσπισή του να πω ότι το έκανε με τόσο φυσικό τρόπο που σχεδόν δεν ήταν παρεξηγήσιμο.

Βέβαια, ήταν παρεξηγήσιμο! Ξέροντάς τον δύσκολα τον έχεις ικανό για κακές ή, ακόμα χειρότερα, πονηρές προθέσεις. Αλλά το να αγγίξει ο άγνωστος Κουασιμόδος μια όμορφη Εσμεράλδα στα καλά καθούμενα είναι κάτι που προκαλεί την αποστροφή τόσο της ίδιας όσο και των υπολοίπων τριγύρω. Ευτυχώς η κυρία ήταν διακριτική. Δεν έδειξε ενόχληση. Δεν ήταν και ιδιαίτερα περίπλοκο να καταλάβει την κατάσταση του Νικολάκη. Ήταν περισσότερο από ξεκάθαρο αυτό που στα δικαστήρια θα ονόμαζαν “ακαταλόγιστο”. Ο Νικολάκης είχε το ακαταλόγιστο.

Η κυρία απλά σηκώθηκε και στάθηκε λίγο πιο πέρα στις όρθιες θέσεις του βαγονιού. Ο Νικολάκης συνέχισε να “λέει” τα δικά του παρόλο που εκείνη απομακρύνθηκε. Δε νομίζω ότι απευθύνεται σε κάποιον ποτέ με τη συνηθισμένη έννοια. Ίσως μιμείται όλους εμάς που πράγματι απευθυνόμαστε ο ένας στον άλλον όταν συζητάμε. Βλέπει όλα τα άλλα δίποδα γύρω του να το κάνουν αυτό και τα μιμείται. Πιθανότατα για αυτό πήρε και το μετρό. Ακολούθησε την αγέλη. Πού να είχε να πάει εκείνη την ώρα ο Νικολάκης; Άραγε ποια δουλειά να είχε να προλάβει; Τον περίμενε κανείς κάπου; Οπουδήποτε.

Επόμενη στάση. Μπαίνουν στο βαγόνι τρία πρεζόνια. Συγχωρείστε μου τη λέξη, τη σιχαίνομαι κι αυτή. Το λέω για να καταλάβετε. Καταλάβατε, δεν καταλάβατε; Με το που είπα τη λέξη “πρεζόνια” δεν καταλάβατε αμέσως τι είδους άνθρωποι ήταν αυτοί που μπήκαν μέσα στο τραίνο σε εκείνη τη στάση; Δεν ξέρω, ίσως να μην ήταν ναρκομανείς οι άνθρωποι, πάντως ταίριαζαν στο στερεότυπο που έχουμε πλάσει στο μυαλό μας. Δεν ήταν στα χειρότερά τους. Δεν ήταν δηλαδή σε αυτή την κατάσταση που όλοι εμείς φοβόμαστε ακόμη και να φανταστούμε ότι μπορεί να βρίσκεται ένας άνθρωπος που βρίσκεται υπό την επήρεια ναρκωτικών. Να μη μπορεί να σταθεί στα πόδια του. Να έχει χάσει την επαφή του με το περιβάλλον του.

Πόσο αδιανόητο είναι! Έχοντας και μόνο δει έναν άνθρωπο σε αυτή την κατάσταση δε θα μπορούσες ποτέ να φανταστείς ότι παίρνει ναρκωτικά για να ωφεληθεί έστω και στιγμιαία σε οτιδήποτε από αυτά. Τι είδους απόλαυση είναι αυτή που βιώνουν οι άνθρωποι αυτοί και εθίζονται; Αφού τους βλέπεις μπροστά σου να παραπατούν σα ράκη, πώς είναι δυνατόν να θέλουν να το πάθουν αυτό που παθαίνουν. Πώς είναι δυνατόν αυτό το πράγμα, αυτή η κατάσταση να είναι – όχι απόδραση – έστω διέξοδος από τα προβλήματα; Πώς είναι δυνατόν αυτό το πράγμα να εμπεριέχει οποιοδήποτε ψήγμα απόλαυσης ή ικανοποίησης για θέλξει κάποιον να το χρησιμοποιήσει;

Ίσως είναι σαν το τσιγάρο. Την πρώτη φορά που κάπνισα φυσικά δε μου άρεσε. Έβηξα, ζαλίστηκα. Τι άλλο να έκανα. Έμπαινε καπνός στα πνευμόνια μου, δεν είναι φυσικό αυτό. Όμως τελικά το αγάπησα, δεν αστειεύομαι, και έφτασα να το θεωρώ μία από τις απολαύσεις της ζωής. Ίσως όλες οι απολαύσεις να έχουν κάποιο κόστος. Δεν εννοώ το κακό που ενδεχομένως κάνουν στην υγεία σου. Σίγουρα θα υπάρχουν απολαύσεις που δε σου κάνουν υποχρεωτικά και κακό. Αλλά όλες οι απολαύσεις, ωφέλιμες ή βλαβερές, έχουν μια κάποια καμπύλη εκμάθησης, μια διαδικασία εκπαίδευσης. Δεν τις απολαμβάνεις από την αρχή παρά μόνο όταν γίνεις – ας πούμε – έμπειρος σε αυτές.

Ναι. Δεν απολαμβάνεις το πρώτο τσιγάρο. Αλλά όταν έχεις κάνει πολλά μπορείς να βρεις κάποια που σου αρέσουν πολύ (πάρα πολύ). Δεν απολαμβάνεις το αλκοόλ την πρώτη φορά που το πίνεις αλλά, όταν θα έχεις καταναλώσει κάμποσο, μπορείς να ανακαλύψεις μερικά από τα πιο όμορφα κρασιά. Και, ναι, δεν απολαμβάνεις το ποδόσφαιρο ή το μπάσκετ την πρώτη φορά που θα το παίξεις, παρά μόνο όταν θα έχεις γίνει σχετικά καλός σε αυτό και θα μπορείς να καταφέρεις κάποια πράγματα.

Είναι μάλλον μία από τις μεγάλες αλήθειες της ύπαρξης που έχω ανακαλύψει.

Τα τρία πρεζόνια πήγαν και κάθισαν απευθείας στις τρεις κενές θέσεις γύρω από το Νικολάκη. Κανείς άλλος δε θα το έκανε αυτό έχων σώας τας φρένας. Κανείς δε θα καθόταν δίπλα σε ένα Νικολάκη στο τραίνο ή το λεωφορείο. Είναι μια αυτόματη διαδικασία αυτή. Γίνεται χωρίς σκέψη. Εκπέμπουν κάτι σαν κίνδυνο αυτοί οι άνθρωποι. Δεν πας να κάτσεις δίπλα τους. Δεν ξέρεις πώς θα αντιδράσουν και τι είναι ικανοί να κάνουν. Ή τι είναι ανίκανοι να μην κάνουν!

Αν όμως κάτσει ένας Νικολάκης δίπλα σου έχεις πρόβλημα. Και κρίση συνείδησης. Δε θες να του δείξεις ότι πολύ θα ήθελες εκείνη την ώρα να μπορούσες να τον αποφύγεις. Και δε θες οι υπόλοιποι άνθρωποι γύρω σου να αντιληφθούν ότι είσαι δα τόσο εύθικτος που δεν τον αντέχεις καν να σταθεί στο πλάι σου. Είμαι βέβαιος ότι αυτές οι σκέψεις τριγυρνούσαν και στο κεφάλι της κυρίας που – παραφέρθηκε και – άγγιξε ο Νικολάκης λίγο πιο πριν. Άντεξε δίπλα του όσο της ήταν δυνατόν και μετά αξιοπρεπώς τον απέφυγε.

Αλλά η νεοεισελθείσα τριάδα έμοιαζε να μην έχει τέτοιες αναστολές. Κάθισαν δίπλα του χωρίς δισταγμό, με φυσικότητα. Ίσως να υπήρξε και κάποια περίεργη έλξη που να συνέδεε τους ανθρώπους αυτούς μεταξύ τους, οι οποίοι, αν και δεν ήταν καθόλου ίδιοι στην πραγματικότητα, είχαν κοινό το στοιχείο της μη αποδοχής τους από την υπόλοιπη κοινωνία. Τα πρεζόνια, μεν, είχαν συνείδηση ότι είναι απόβλητοι της κοινωνίας, κάτι που δεν τους επηρέαζε ιδιαίτερα πλέον, έχοντας περάσει σε μια άλλη διάσταση ύπαρξης και θεώρησης για την απώλεια της αξιοπρέπειας (αυτό δεν είναι το πιο ακριβό που χάνει ένας εθισμένος άνθρωπος;), αλλά ο Νικολάκης αμφιβάλλω αν κατάλαβε ποτέ πως η διαφορετικότητά του τον απομόνωνε από τους άλλους ανθρώπους.

Όλοι αυτοί μαζί, τετράδα, συνέχισαν στις επόμενες στάσεις. Ο Νικολάκης δεν πρέπει να κατάλαβε οτιδήποτε σχετικά με την υπόλοιπη τριάδα που τον πλαισίωνε. Για αυτόν ήταν άνθρωποι σαν όλους τους άλλους ανθρώπους. Με δυο πόδια και δυο χέρια. Το κριτήριό του για τους τριγύρω δεν πρέπει να ήταν καθόλου οξυμένο ή εκλεπτυσμένο αρκετά ώστε να είναι ικανός να ξεχωρίσει τη διαφορετικότητα των τριών από τους άλλους ανθρώπους, πολύ περισσότερο από εκείνον. Βέβαια, αν το σκεφτεί κανείς λίγο διαφορετικά, ίσως η δική του οπτική γωνία να είναι πιο φυσική, πιο αθώα, πιο ανεπηρέαστη από αυτή των υπολοίπων από εμάς. Γιατί ποια είναι η διαφορά μας από αυτούς τους τέσσερις; Έχουν δυο πόδια και δυο χέρια κι αυτοί.

Στην τριάδα ήταν και μία κοπέλα. Θα την περιέγραφα πρόσχαρη, επειδή μιλούσε στους άλλους δύο με κάποια σχετικά εμφανή καλή διάθεση. Ο Νικολάκης δε μπόρεσε να μην της μιλήσει. Όχι ότι απευθύνθηκε σε εκείνη συγκεκριμένα αλλά εκείνη είχε μπροστά του. Έβγαλε τους ήχους του και έτεινε το χέρι του προς το μέρος της. Την άγγιξε κι αυτή στον ώμο φιλικά, όπως είχε κάνει με την όμορφη κυρία, απλά, φευγαλέα και με φυσικότητα. Εκείνη του χαμογέλασε, δεν πειράχτηκε, ούτε παρεξήγησε. Μάλλον καταλάβαινε με τι άνθρωπο είχε να κάνει.

Έφερε στην ποδιά της ένα ταξιδιωτικό σακίδιο (όπου πιθανώς να είχε όλα της τα υπάρχοντα) και το άνοιξε. Φάνηκε να ψάχνει ανάμεσα σε πολλά αντικείμενα. Μερικά ακούγονταν να κροταλίζουν όταν χτυπούσαν μεταξύ τους. Έβγαλε από μέσα και μια τσάντα κι από μέσα της μιαν άλλη και μέσα από την τελευταία ακόμη μιαν άλλη. Σε αυτή την τσάντα είχε μερικές καραμέλες. Έδωσε από μία στους άλλους δύο που είχαν μπει μαζί στο τραίνο.

Στράφηκε στο Νικολάκη, έβγαλε μια ακόμη καραμέλα, νομίζω πράσινου χρώματος (τι να ήταν άραγε;) και του την προσέφερε. Ο Νικολάκης προς έκπληξή μου δεν δέχθηκε την καραμέλα. Ίσως λειτούργησε μέσα του κάποια βαθιά εμπεδωμένη παιδική μνήμη που λέει να μην παίρνουμε γλυκά από ξένους. Της χαμογέλασε κι αυτός. Στην επόμενη στάση η τριάδα κατέβηκε από το τραίνο. Η αλληλεπίδραση των ανθρώπων αυτών πρέπει να πέρασε γενικότερα απαρατήρητη από τους υπόλοιπους συνεπιβάτες αλλά εμένα με συγκίνησε τόσο.

Πρέπει να είναι πάρα πολύ-πολύ απλό. Πρέπει να είναι τόσο συγκλονιστικά απλό και ταυτόχρονα περίπλοκο όσο όλες οι μεγάλες αλήθειες. Κι ας είναι και στερεοτυπικό. (Είναι, τελικά στερεοτυπικό;) Η Εσμεράλδα αποστρέφεται τον Κουασιμόδο κι αυτός βρίσκει παρηγοριά στους άλλους απόβλητους της κοινωνίας της Εσμεράλδας. Μόνα του αδέρφια τα απόκοσμα τέρατα που στολίζουν τους τοίχους της Παναγία των Παρισίων. Το στερεότυπο ζει, είναι εδώ σήμερα και κάθεται στη διπλανή θέση.

Ο Νικολάκης σηκώθηκε για να κατέβει στην επόμενη στάση. Πλησίασε έναν όρθιο κύριο, κάπως ηλικιωμένο αλλά κοτσονάτο, και του “μίλησε”, όπως αυτός ξέρει να το κάνει. Ο όρθιος κύριος μάλλον ήταν απορροφημένος στις σκέψεις του και δεν πρόσεξε ποιος του μιλούσε και τι του έλεγε. Δεν άκουσε καλά, γύρισε προς το Νικολάκη και του φώναξε δυνατά, για να ακουστεί πάνω από τους ήχους του τραίνου “Ορίστε;”. Ο Νικολάκης, φυσικά, δεν απάντησε με κανένα κατανοητό τρόπο. Έβγαλε το μίγμα ήχων και λέξεων που μπορούσε και ο όρθιος κύριος επιτέλους κατάλαβε ποιον είχε απέναντί του.

Ταυτόχρονα, ο Νικολάκης έτεινε το χέρι του και τον ακούμπησε φιλικά στον ώμο. Η κίνηση αυτή ήταν σήμα κατατεθέν του, όπως έχετε καταλάβει. Ο κύριος μάλλον ενοχλήθηκε αλλά πιστεύω η σκέψη που επικράτησε μέσα του ήταν να μην εκτεθεί στους υπόλοιπους εμάς με μια βιαστική, κακή αντίδραση. Αλλά ενοχλήθηκε. Κοίταξε το Νικολάκη από πάνω μέχρι κάτω με εκείνον το χαρακτηριστικό τρόπο που “κόβουμε” τους άλλους και τους “ζυγίζουμε” λες και υπάρχει κάποιο “ανθρωπόμετρο” που βγάζει συμπεράσματα για το ποιόν του καθενός. Δυστυχώς υπάρχει και ο καθένας μας έχει το δικό του.

“Άι πήγαινε μέχρι τη γωνία να δεις αν έρχομαι”, πέταξε προς το Νικολάκη μισο-αστεία μισο-περιφρονητικά, καθώς το τραίνο έφτανε στη στάση και άνοιγαν οι πόρτες. Αυτό ήταν το πιο ευρηματικό πράγμα που κατάφερε να σκαρφιστεί για να αντιμετωπίσει την αμηχανία του απέναντι στο είδος αυτό που το ανθρωπόμετρό του είχε ως ένδειξη. Δεν ξέρω ποιος ήταν ο τίτλος δίπλα στην ένδειξη. Καθυστερημένος; Χαζός; Χαζούλης; Αλλόκοτος;

“Νέος Κόσμος”, είπε η γυναικεία φωνή από τα μεγάφωνα του τραίνου. “Κι όμως τόσο μα τόσο παλιός”, είπα από μέσα μου.

Ο Νικολάκης βγήκε από το τραίνο για να πάει κατά πάσα πιθανότητα πουθενά και να μη συναντήσει κανέναν. Μαζί του βγήκαν κάμποσοι άλλοι επιβάτες. Ένιωθα τις σκέψεις τους να ξεπηδούν από τα κεφάλια τους και να ουρλιάζουν στα αυτιά μου: “Θεέ μου ας μη με πλησιάσει και με αγγίξει, ας αγγίξει κάποιον άλλο”. Απομακρύνονταν όλοι με βήμα λίγο ταχύτερο από το κανονικό τους. Βιάζονταν λίγο παραπάνω να φτάσουν στον προορισμό τους τώρα. Η μόνη σωτήρια εκδοχή ήταν αυτή του ζώου και για αυτούς και για το Νικολάκη.

εκτύπωση Κατηγορίες: δε βαριέσαι, προσωπικά | rss 2.0 | trackback

1 σχόλιο στο “Ο Νικολάκης”

Ο/η "Lia Papanastassiou" είπε:

Ξέρεις γιατί είναι σωτήρια η εκδοχή του ζώου Τάκη; Γιατί είναι απαλλαγμένη από ενοχή. Ευτυχώς να λές που υπάρχουν οι Νικολάκηδες σ’ αυτό τον κόσμο! Το κοντράστ που κάνουν με τους υπόλοιπους, μας κάνει να νιώθουμε απαλλαγμένοι από την υπόσταση του ζώου. Φορτώνοντας στο ίδιο το ζώο την Ενοχή, κι εμείς νιώθουμε καλύτερα, αλλά και το ίδιο το ζώο, δε βαριέσαι! Έτσι κι αλλιώς είναι απαλλαγμένο από ενοχές! Τί θαυμαστός Νέος (παμπάλαιος και απαράλλαχτος) Κόσμος!

Τελικά, εσένα, σε προτιμώ σαν συγγραφέα παρά σαν προγραμματιστή.

12 Ιουνίου, 2012 στις 1:57 μμ

Ό,τι προαιρείσθε:

Επιτρεπτά (X)HTML tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong> . Εάν προσθέσετε εξωτερικά links στο σχόλιό σας τότε αυτό δε θα εμφανιστεί στη λίστα με τα υπόλοιπα σχόλια έως ότου εγκριθεί από τον υποφαινόμενο, οπότε το νου σου!